Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2601-2700 από 2765
Λέει, ώχου, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λε', ετσά θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου (ή τα παιδιά μου)
(1963)
Δηλαδή το παιδί δεν αγαπά τους γονείς του, όσο το αγαπουν εκείνοι//Κανένας, λε', είπε dου παιδιού dου, λέει, ώχου, λέει, παιδί μου, πως σ' αγαπώ, λέει, ετσά, λέει, θαγαπώ κι' εώ το παιδί μου//Παιδί μου = θα περίμενε κανείς ...
Η καλή gαρδία με θρέφει κι' η κακιά με ξελοθρεύγει (ή ξελοθρέφει ή καταστρέφει)
(1963)
Δηλαδή ο καλόκαρδος άνθρωπος διατηρείται ακμαίος
Στσι δεκαπέdε του Μάρτη σκύλος κουdούρης να μη bεράσ' απού μες στ' αbέλια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή κατά το Μάρτη ανοίγουν τ' αμπέλια και οποιοδήποτε άγγιγμα σβήνει τα μάτια των κλημάτων, κουdούρης= χωρίς ουρά, με κοντή ουρά
Το κρομμύδι το ταχύ κάνει τ' άdερο παχύ. Και το σκόρδο την ημέρα δώνει τση καρδιάς αέρα
(1963)
Δηλαδή το κρεμμύδι, όταν το τρώη κανείς το πρωΐ, είναι θρεπτικό, και το σκόρδο, όταν το τρώη την ημέρα, είναι καρδιοτονωτικό
Το μήνα που δεν έχει ρο, το κρασί με το νερό. Και το μήνα πόχει ρο, το κρασί δίχως νερό
(1963)
Δηλαδή το καλοκαίρι πρέπει να πίνωμε νερωμένο κρασί, επειδή είναι ζέστη
Όποιος γέρος δε gρατεί θέλει δέκα μετά 'φτη
(1963)
Λέγεται σαν συμβουλή στους γέρους να μη δώσουν όλη την περιουσία τους προ του θανάτου τους
Εώ σου λέω κάστανα κι' εσύ μου λες αχλάδια, ετούτα dα καμώματα είναι τσ' αγάπης χάδια
(1963)
Ως παροιμία λέγεται μόνον ο πρώτος στίχος σε περίπτωση ασυνεννοησίας δύο ανθρώπων
Απού του Λατζάρου το Σάββατο έως του Θωμά τη Δευτέρα όλες οι μέρες μιά
(1963)
Λέγεται για το διάστημα αυτό, κατά το οποίο δεν εργάζονται, επειδή θεωρείται όλο σαν μία εορτή
Γνώση και πράξη να φορής νάσαι καλά dυμένος και με τσι μεγαλύτεροι νάσαι συdροφιασμένος
(1963)
Δηλαδή να σκέπτεσαι σωστά, να μην είσαι μόνο λόγια παρά να κάνης και έργα και να συναναστρέφεσαι με μεγαλύτερούς σου. Τότε είσαι προφυλαγμένος
Άφης το μύλο κι' ας βροdά και το νερό κι' ας τρέχη
(1963)
Άφης = άφησε
Όλον εώ στο μύλο; όλον εώ στο μύλο;
(1963)
Προέρχεται από το παιχνίδι “ο μυλωνάς”
Πότ' εφτώχανες, λέει φτωχέ; Όdεν εξενοδούλευγα κι ήτρωα κι' από λόου μου
(1963)
Δηλαδή όταν εργάζεται κανείς σε ξένη εργασία, πρέπει τουλάχιστον να τρώη εκεί που εργάζεται
Ο κόσμος τόχει dούμπανο κι' εσύ κρυφό gαμάρι
(1963)
Λέγεται όταν συζητή ο κόσμος εις βάρος μας γιά κάτι και δεν το αντιλαμβανόμεθα, παρά το νομίζομε μυστικό μας, και γενικώς γιά ό,τι προσπαθούμε να κρύψωμε, ενώ έχει διαδοθή. Εσύ = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα π.χ. κι΄εώ... κι' εμείς
Ο Μάρτης ψοφά ταχυτέρου το άδαρ' απού το κρύο και το βράδυ – βράδυ τονε βρωμίζ' α' τη ζέστη
(1963)
ψοφά ταχυτέρου= το πρωΐ
Άμα 'χης μουσαφίρη, το τραπεζομάdηλο να βάνη μόνου ο νοικοκιούρης, πάλι ζημιωμένος είν' ο νοικοκιούρης
(1963)
Δηλαδή όσο λιτή και αν είναι η φιλοξενία, πάντα δημιουργεί δαπανες
Bαίνω στο ρθούνι σου και βγαίνω στο gώλο σου, να βγάλω εννιά οκάδες αξόgι απού μέσα σου
(1963)
Λέγεται να για χαρακτηρίση, πόσο ενοχλητική είναι η μυίγα για το ζώο
Είπανε του bάρbα του Λουκά το 'ιο Λουκάτσι και το' κακοφάνηκε, gι ήκαμε do σκουρτούτσο dου φυτίλια, φυτίλια
(1963)
Λέγεται όταν θιγή κανείς χωρίς σοβαρή αιτία
Του κακομοίρη το κερί κι αν άψη κιόλα σβήνει, 'ιατί του καλορίζικου η τύχη δεν αφίνει (ή δε d' αφίνει)
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Ο Μάρτης βάνει το σκύλο στο dροσό και το gάτη στο bυρόμαχα
(1963)
Gάτη = γάτης, γάτος, bυρόμαχα = οι πυρόμαχοι
τση μαdουλίδας το πουλί πεέdηση δεν έχει, τώρα τσι θεν από ενιά, το έχει είdα το θέσι;
(1963)
Ερμηνεία: Δηλαδή ευκολώτερα σποκαθίστανται οι όμορφες και οι από οικογένεια παρά οι εύπορες
Οι dεbέλες κι οι λωλές τσ' έχου τζι μοίρες τσι καλές
(1963)
Λωλέσ ή ζαβές. Λέγεται όταν κάποια ταμπέλα η ανόητη η ερωτόληπτη αποκατασταθή, επίσης και όταν κάποια καλή κοπέλα μένη ανύπαντρη η κακοπαντρεύεται
Ο κουφός, σα bου θέλει, το σάζει
(1963)
Το σάζει = το διορθώνει, το φτιάχνει
Να 'δα 'κείνος, πούβρε dο κουδούνι
(1963)
Ή να 'δα 'κείνος, πούβρε dο κουδούνι κι' ήθελε να βοσκίση
Το παιδί που δε bάρη τη gουλούρα dου το Σαββάτο, τη χάνει
(1963)
Δηλαδή όταν κάτι δεν μας δοθή ή δεν το διεκδικήσωμε την ώρα, που προσφέρεται, ύστερα συνήθως χάνεται για μας
Ο μύλος θέλει μυλωνά και το καράβ' αέρα κι' η κόρη σφιχταgάλιασμα στο ροδισμό τζη μέρας
(1963)
Δηλαδή η κάθε δουλειά θέλει το κατάλληλο πρόσωπο
Άθρωπος ταθρώπου μοιάζει και το πράμα dου ταιριάζει
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν τα ζώα ή τα πράγματα ενός σπιτιού είναι όμορφα, αν είναι όμορφοι και οι άνθρωποι του σπιτιού. Λέγεται σαν φιλοφρόνημα. Λέγεται και αντιθέτως, αλλά τότε σαν κατηγορία, δηλ. Όταν είναι άσχημοι και οι ...
Που νου έχει κι' ανενού δεν έχει κακιώρα στο νου πόχει
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος, ενώ είναι έξυπνος, δεν συλλογίζεται πλήρως κάτι και πάει χαμένη η εξυπνάδα του
Κάτσε κώλο κάνε ρόκκα και χοdρό (ή όργο) κι' ό,τι κι αν είναι
(1963)
Λέγεται όταν πέρνουμε απόφαση να κάμωμε κάτι, έστω και όχι τέλειο
Ο φρόνιμος βάνει το λωλό να βγάλη το φίδ' απού μες στη dρύπα (ή από τη dρύπα)
(1963)
Δηλαδή ο επιφυλακτικός, ο λογικός αποφεύγει να εκτεθή και προωθεί στον κίνδυνο τον επιπόλαιο, τον αφελή
Όποιος τη νύχτα πορπατεί ή κλέβγει ή πορνεύγει ή όμορφη κόρην αγαπά ή σκοτωμό 'υρεύγει
(1963)
Δηλαδή η κυκλοφορία τη νύχτα είναι ύποπτη και επικίνδυνη
Η ξικονοικοκιουρά κάνει τα κουκκιά τζη φάβα, τα ψωμιά τζη παξιμάδια
(1963)
Λέγεται για τις κακές, τις σπάταλες νοικοκυρές
Τα δικά σ΄αbέλια φράξε και 'ια τα ξένα ας bαίνουν οι 'αδάροι παστουρωμένοι μέσα
(1963)
Φράζω = βάζω κλαδιά γύρω στο κτήμα ή μπρος στην μπασιά
Ποιός ήθελε να του το πη και να του το πιστέψη, πως ο 'ιατρός του Φιλοθιού θα τονε χασαπέψη
(1963)
Μοιρολοΐ κάποιας γυναίκας, που έπεσε και σκοτώθηκε ο άντρας της και του έκαμε νεκροψία ο γιατρός απ' το γειτονικό της Απειράνθου χωριό Φιλότι
Αιά Βαρβάρα έννησε gι' η Στελιανή το 'δέχτη gι' Άης Νικόλας τόκουσε gαι πα να το βαφτίση
(1963)
Το λένε τα Νικολοβάρβαρα, για να δείξουν τη σειρά των εορτών και τη δύναμη των τριών αυτών αγίων. Δεν πρέπει να εργαζώμεθα
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήραν gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα δε να 'πάρης
(1928)
Άμα καμμιά κάνει κάτι που δεν της ταιριάζει ενώ ταίριαζε σε κάποιαν άλλη ή σε κάποιον άλλο δεν τόχε κάνει
Άλλοι κλαι gι' άλλοι 'έλουσι κι' άλλοι τρω gι' άλλοι πεινούσι κι' άλλοι επά καρτσολοούσι
(1963)
Τον τελευταίο στίχο τον πρόσθεσε μια χωριανή κάποτε που ακούαμε τους θρήνους την ώρα της ταφής ενός παιδιού, αντίκρυ από το νεκροταφείο. Έπλεκε κάλτσα την ώρα εκείνη. επά = εδώ, καρτσολοούσι = πλέκουν κάλτσα, καρτσολοώ
Κάμω δε gαμω, λέσι μου, μη gάμω ω κι' ας λέσι (ή πούσι)
(1963)
Είναι στίχοι από δίστιχα
Όσα λέουdαι, dα λέει κανείς, κι' όσα δε λέουdαι, δε dα λέει (ή: Εκείνα bου λέουdαι dα λέει κανείς, μα 'κείνα που δε λέουdαι, λέει τα;)
(1963)
Λέγεται όταν επιβάλλεται να αποσιωπήση κανείς ωρισμένα πράγματα
Όπου δώσω τά λεφτά μου θαραπεύγω τή gοιλιά μου
(1963)
Λέγεται σέ κάποιον, όταν, ενώ πληρώνεται, αρνείται συναλλαγή ή απειλή διακοπή τής ή δύσφορή γι' αυτή
Λέε, λέε το κοπέλι (ή: Πε το, πε το το κοπέλι), κάνει τη γρϊά και θέλει
(1963)
Δηλαδή η φορτική επιμονή λυγίζει την αντίσταση
Αναθεμα, πο' νήστεψε dο Σάββατον ημέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Αναθεμα, πο' νήστεψε bοτές Σάββατο μέρα, μόνου το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, όπου το 'βλόησ' ο Χριστός κι' είναι ευτυχισμένο
(1963)
Δηλαδή μόνο το Μέγα Σάββατο πρέπει να νηστεύη κανείς από λάδι, κανένα άλλο Σάββατο
Λέει – Βρε, πο' 'πέθανεν η μάνα σ' α' τη bείνα! Λέει – Βρε, και μα είχε gαι δεν ήτρωε;
(1963)
Λέγεται, όταν μέμφονται κάποιον για κάτι, που δεν έχει την δυνατότητα να το κάμη
Δε dόχω πως θα περάση ο ψύλλος α' το μουστάκι μου, μόνου που θα κάμη μονοπάτι
(1963)
Δηλαδή μια πρώτη παραβίαση δημιουργεί προηγούμενο
Ο ποταμός, λέει, σαράdα χρόνοι τα ζητά τα δικαιώματά dου
(1963)
Δηλαδή αν εκτραπή ο ποταμός σε άλλη κοίτη, είναι δυνατό να γυρίση και μετά σαράντα ακόμη χρόνια στην παλαιά του. Λέγεται, όταν κάποιος παρόχθιος περιλάβη σε κτήμα του μέρος κοίτης ποταμού, επίσης, όταν ο ποταμό περιλάβη ...
Σκατά στη μούρη σου και το νερό στη bόλη
(1963)
Λέγεται περιφρονητικώς
Τον αποψινό σου θυμό αφινέ τονε 'ιαύριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μή dήν αφίνης
(1963)
Δηλαδή το θυμό μας πρέπει να τον συγκρατούμε, γιατί θά μάς περάση σιγά – σιγά κι' είναι αυτό καλό, τή δουλειά μας όμως να μήν την αναβάλλωμε, γιατί μένει πίσω κι' είναι κακό
Τη δουλειά δέ bρέπει να την αφίνης να σε κυνηά, μόνου να τή gυνηάς εσύ
(1963)
Δηλαδή δεν πρέπει ν' αφίνης εκκρεμείς δουλειές, ώστε να μή μπορής στό τέλος να τις προφτάσης
Τσ' ελιάς τό φύλλο κι' ά χαθή, πάλι θένα ξαναβρεθή
(1963)
Π.χ. “Ιά 'να τώρα πού νάχη καλές δουλειές καί νά ξεπέση, λέει, δέ βαριέσαι! Δέ χάνουdαι dέθοιοι άθρώποι. Ένας λόος λέει “Τσ' ελιάς τό δύλλο κι' ά χαθή, πάλι θένα ξαναβρεθή”. Θένα = θά, ιά 'να = γιά ένα
Όποιος τα λόια σου γροικά και τσ' όρκοι σου πιστεύγει, πιάνει στη θάλασσα λαοί και στη στεργιά ψαρεύγει
(1963)
Γροικά = ακούει, αποδέχεται
Όμοιος τον όμοιο πρέπει να κάμη ταίρι, κι όχι ο μαύρος κόρακας το άσπρο bεριστέρι
(1963)
Δηλαδή το αντρόγυνο πρέπει να είναι ταιριαστό
Μή gλαίς ποτές ακάμωτη δουλειά, μά έχεις καιρό να τή gλάψης, σά 'ενή
(1963)
Ενή = όταν γίνη. Δηλ δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε προκαταβολικώς γιά κακό, πού μπορεί και να μή γίνη
Ο κερατάς, τα κέρατα σαν έbουνε στ' αφτιά dου, μέλι και 'άλα 'ίνεται με τη νοικοκιουρά dου
(1963)
Λέγεται όταν απατημένος σύζυγος βρίσκεται σε αρμονικές σχέσεις με τη γυναίκα του
Κι οπούχε dα πολλά 'κλαιε gι οπούχε gαι τα λΐα, κι όπου δεν είχε dίοτα καθούdα gι ετραούδα
(1963)
Λέγεται για τον αμέριμνο. Κυρίως λέγεται σαν παρηγοριά του φτωχού προς τον εαυτό του, αλλά και για κείνους, που έχουν και παραπονιούνται ή αγωνιούν
Άλλα 'dά μάθια του λαού κι' άλλα 'τζη κουκουμάβλας κι' άλλα 'dοθ 'εροdόβουδου κι' άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1963)
Δηλ. υπάρχει τεραστία διαφορά μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, εργασίας κ.τ.λ. του λαού = του λαγού, κουκουμάβλας = κουκουβάγιας, 'εροdόβουδου = γέρικου βοδιού, αελάδας = γελάδας
Άλλα 'dά μάθια τζη Ιαλλούς κι' άλλα τζη κουκουβάιας κι' άλλα 'dου 'εροdόβουδου κι' άλλα 'ναι τσ' αελάδας
(1963)
Ιαλλούς = της Γιλλούς
Ο θεός να σε γλυτώνη απού τη μέση τσ' αργαθιάς κι' απ' άκρηα τση τάβλας
(1963)
Ερμηνεία: Δηλ. Στη μέση της εργατιάς πρέπει να εργάζεσαι εντατικά, στην άκρη του τραπεζιού δεν προφταίνεις να πάρης πολύ φαγητό, τάβλα= του τραπεζιού
Και τ' άλλο τ' αποδέλοιπο μεσ' στου Παραμεριάρη
(1963)
Λέγεται όταν λέη κανείς κάτι και δεν έχη την ικανότητα να το τελειώση, κυρίως δε σε τραγούδι ή σε μοιρολόϊ. Παραμεριάρη = τοποθεσία, συνοικία της Απειράνθου, όπου υπάρχει ένα κατωφερικό μικρό κτήμα και ρίχνουν κάποτε άχρηστα ...
Άλλοι λαχταρού dα 'ένεια κι' άλλοι κόβγου ρίχτου dα
(1963)
Λέγεται όταν κάποιος σπαταλά πράγματα που άλλοι τα στερούνται, π.χ. Μωρή μα τα ωραία σύκα 'φτά ρίχτετε του χοίρου; Άλλοι λαχταρού... Υπάρχει άθρωπος που δεν έχει ένα στόμα dό 'φέτι βαλημένο
Ας έχη η τάβλα μου ψωμί κι΄ ας λείπη το μαdήλι
(1963)
Δηλαδή : πρέπει να φροντίζωμε για το αναγκαίο και ας λείπη το περιττό
Και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκειά 'ναι κι όποιος το θάνατο ζητά πρέπει τρελλός για να 'ναι
(1963)
Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος
Να δά σα τζι θεριστάδες ότι νάβρουνε κανένα δεdρουλάκι και σταματήξουν απουκάτω, που λένε των αλλονώ : “ Πως κάνετε, καμένοι, μες στο ήλιο;”. Πως αντέχετε μες στο νήλιο; αι καμένο θέρος επά!
(1963)
Λέγεται, όταν λησμονής τις δικές σου ταλαιπωρίες και λυπάσαι για παρόμοιες ενός άλλου. Οι θεριστές το λένε σαν αστείο
Σα βάλη ο ήλιος φράgικα και το φεγγάρι φέσι
(1963)
Φράgικα = πανταλόνια, φράγκικο, Από δίστιχο, που ο δεύτερος στίχος του είναι : ετότες κι' η αγάπη μας θα πάη αλλού να πέση. Λέγεται για ένα πράγμα, που δεν μπορεί οπωσδήποτε να γίνη
Σπάς αβγό ή χύνεσαι!
(1963)
Εκφράζει ελαφρά δυσφορία κυρίως σε περιπτωση ασυνεννοησίας,υπαναχωρήσεως κτλ. Π.χ. Ήρθα να μου δανείσης ένα χιλιάρικο. -Καλέ να χαρώ τα παιδιά μου κι' α δεν είν' ένα bενηdάρι, ότι όρος λεφτό κι αν υπάρχη μες στο σπίτι μας. ...
Η Βαρβάρα βαρβαρώνει κι' άης Σάββας σαβανώνει κι' άης Νικόλας παραχώνει
(1963)
Η Βαρβάρα σημαίνει η Αγία Βαρβάρα και στερεώνει σημαίνει στερεώνει τη χιονιά, την κακοκαιρία
Πράμα που δε bορείς να μου το δώσης, μη μου το αφαιράς
(1963)
Π. χ. “Τη bροχτές ήμου στο Κατήφορο (συνοικία της Απειράνθου) κι' επέρασα αποκεί στου bελϊοτοδημήτρη κι' εκάθουdανε στο νήλιο κι' ήρθεν ένα gοπελάκι κι' εσταμάτηξεν αbρός τους και τουπε. “Φεύγα αποbρός στο νήλιο”. Η παροιμία ...
Απρίλης, Γρύλλης τέσσερις κι ο Μαιτσούκλης πέdε
(1963)
Λέγεται όταν ή από αφέλεια ή και από πρόθεση εμφανίζη κανείς περισσότερο από όσο πραγματικά είναι ένα χρονικό διάστημα. Επίσης όταν συμβή εγκυμοσύνη πριν από γάμο, και προσπαθούν οι συγγενείς να μη φανή λογαριάζοντας έτσι ...
Επόμεινε σα dο Ίάννη στο Μετόχι
(1963)
Έμεινε μόνος, έκθετος, έρημος
Εώ βαφτίζω και μυρώνω κι' άρα ζήση κι' άρα ψοφήση
(1963)
Λέγαται, για δουλειά, που γίνεται βιαστικά, πρόχειρα, άτακτα, χωρίς ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα. Υπάρχει ο ακόλουθος μύθος: “Αλλότες εβαφτίζανε τα παιδιά πριν απο οχτώ μερώ κι' αμαν ήτονε κανένα γρινιάρικκο 'λέανε να το ...
Άμα θέλη κανείς να σκοτώση τη 'υναίκα dου, να πάρη 'έρικο βουδινό να τση πάη να μαερέψη
(1963)
Λέγεται, επειδή το γέρικο βοδινό φυραίνει. Αλληγορικά για όσους γυρεύουν αφορμή για γκρίνια. Π.χ. Βουδαλιά (= βοδινό κρέας) πουλούνε. Χμ! Ένας γεροdόβουνος είναι, που θέλει αλούσα(= Αλυσίβα), 'ια να μαερεφτή. Ευτός εδά ...
Εβόλεψα τα 'δα κι' εώ σα dο Στρατηχότζα …
(1963)
Λέγεται για φαινομενική μάλλον ρυθμίση μιας υποθέσεως. Από την Ναστραδίν Χότζα : Ο Στρατηχότζας, λε', εχρωστίε gαμμιά βολά τρακόσα γρόσα κανενούς και τον είδε, λέει, μιαν ημέρα 'νας φίλος του, που τόξερε, gαι τον ερώτηξεν, ...
Βούδι σελλάτ αόραζε καί άδαρο καbούρη, 'υναίκα γλινοκάπουλη, χοίρο μακρυομούρη
(1963)
Σελλάτ = μέ καμπυλωτή ράχη. Γλινοκάπουλη = με λιγνά καπούλια. Π.χ. “Μουρέ, μά 'φτή dη χοdρέλα θά πάρης; Δέν έχεις ακουστά, πού λέει το λακριδί, πώς βούδι σελλάτ' αόραζε...”
Το άδαρο μου θα βάλω να gαρίση
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση
Χαρά στο νιο τον άγρυπνο, το 'έρο που κοιμάται
(1963)
Δηλαδή, όταν ο νέος και στο κρεβάτι ακόμα ανησυχή για τη δουλειά του, εξασφαλίζει καλά γεράματα, κι' όταν πάλι ο γέρος κοιμάται, σημαίνει ότι δεν έχει έννοιες, ζει καλά
Να κουβαλή ο άdρας με το φκυάρι και να βγάνη κι η ΄υναίκα με το κουτάλι, πάλι δεν bροφταίνει ο άdρας
(1963)
Φκυάρι= φτυάρι. Λέγεται για τη γυναίκα τη σπάταλη, που είναι κακή νοικοκυρά
Όλοι μέρα μες στο νήλιο και ξερό ψωμί και λΐο. Και το βράδυ, το καμένο, αρακά μαερεμένο
(1963)
Λΐο = λίγο , καμένο = καημένο
Ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
(1963)
Δηλαδή: Ο Θεός τα ισοζυγίζει όλα. Π.χ. -Εμείς δεν έχομε bολλά φαιά, μα σαν ο Θεός κι' ειμεσταν ανούφαοι. Λέει -Μα δεν έχει ακουστά, πως ο Θεός κατά τα ρούχα μοιράζει και το κρύο
Να 'δα η καμήλα οdε dην ερωτούσα, είdα τσ' αρέσει καλύτερα τ' ανήφορο ή το κατήφορο, λέει, και μα 'χάθηκεν η ισοπαθιά;
(1963)
Δηλαδή ο μέσος δρόμος είναι ο πιο άνετος
Ποτέ να μη bάρης ένα gακορίζικο bαιδί, πως έχει καλοί 'ονείς, και ποτέ πάλι να μην αφήσης ένα gαλό bαιδί, πως έχει κακορίζικοι 'ονείς
(1963)
Δηλαδή είναι δυνατον τα παιδιά να μη μοιάζουν με τους γονείς τω
Οπόχει θηλυκό bαιδί, πουτάνα να μη βρίση, κι' οπόχει αρσενικό, κερατά να μη bη
(1963)
Δηλαδή όταν έχη κανείς παιδιά, δεν πρέπει να κακολογή, επειδή είναι δυνατό και τα παιδιά του να υποπέσουν σε παραπτώματα//Οπόχει = Όποιος έχει, εκείνος που έχει
Χμ! Ο κουλουρονόρης σκύλος, όdε dο 'βάλανε τη νοριά dου να ισάνη μες στο καλαμοκάνι...
(1963)
Λέγεται για όποιον δεν αλλάζει τα φυσικά του
Ό,τ' σουλατσαρήση κανείς, το παθαίνει
(1963)
Αναγορεύω=υπενθυμίζω όλη την ώρα ένα καλό που έκαμα, διατυμπανίζω. Σουλατσαρήση=κοροϊδέψη
Η εδιά παιδιά δέ gάνει (ή: δέν έχει), κι' ά dά κάμη, δέ φελούνε
(1963)
Δηλαδή, η καλή δουλειά δέν γίνεται με βιασύνη
Τση 'υναίκας α τζ' ήλειπεν η πλύση κι' η 'έννα, ποτέ τση δεν εέρνα
(1963)
Δηλαδή, αυτά τα δυό κουράζουν, καταβάλλουν την γυναίκα
Ότι να θωρής εγλιαίο 'ύρευγε στερλιέο. Κι' οτι θωρής βοριά, 'ια περίμενε χιονιά
(1963)
Ακουστά έχω πως ήτονε κανένας τσεβδός = τραυλός, και τόλεεν ετσάιαδε = έτσιδα. Εγλιαίο = εγραίο, στερλιέο = στερεό
Εγλυκάθην η γρϊά τα σύκα και το βράδυ τανεζήτα
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν συνηθίση κανείς κάτι ευχάριστο κι' όλο το ζητά ή το θέλει. Λέγεται και μόνον ο πρώτος στίχος, τανεζήτα= τα αναζητούσε, τα επιθυμούσε. Ίσως αναφέρεται και σε ερωτική επιθυμία
Μα 'φτό 'δά, λέει, θαμάζομαι κι εώ
(1963)
Δηλ. Γι αυτό κι εγώ απορώ. Έχει έννοια ειρωνική. Από τον Ναστραδίν Χότζα. Μια βόλα διάηκεν ο στρατηχότζας κι ήβγανε, λέει, σ' ένα bοτιστικό κρομμύδια κι εδιάηκεν εκείνος πούχε dο ποτιστικό κι 'ήπιασε dονέ, λέει, βρέ είdα ...
Τ' Άη Λιά με το μα(ντ)ήλι, του Χριστού με το κοφίνι
(1963)
Λέγεται για τα σταφύλια. Του προφήτη Ηλία είναι λίγα τα ώριμα και βρίσκει κανείς να γεμίση μόλις ένα μαντήλι, ενώ του Χριστού μπορεί να βρή να γεμίση και κοφίνι ακόμα
Ποιός σουβγαλε dο μάτι σου; λε', ο αδερφός μου, λέει, Α! τα 'φτό είν' ετσά βαθειά βγαλημένο;
(1963)
Δηλαδή, το κακό που μας κάνει ο συγγενής μας, είναι βαρύ σκληρό