Αναζήτηση
Αποτελέσματα 111-120 από 131
Τσ' ώμορφης, δος τση ριζικό, μα η γι άσχημη βαστά το, 'ς το έμβα της, 'ς το έβγα της, 'ς τη φτέρνα τσ' αποκάτω
(1893)
Μη κρίνων ορών το κάλλος, αλλά τον τρόπον
Άσχημέ μου, πιάσ' να φάμε, κι ώμορφέ μου ίντα θα φάμε;
(1893)
Εν λεξιολ. σελ. 154, Ίντα και ήντα = ίνα τι, τι, ότι, ποιός;
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κ' επάθιες τα χαλίκια, κ' εδά που καλυκόθηκες ζητάς και σκουλαρίκια
(1893)
Εν λεξιλ. σελ. 155, Καλύκωμα=υπόδεσις, παπούτσωμα
Το Σκουντί από μητάτο, κι' άνθρωπος από γενειά
(1893)
Εν λεξιολ. Σελ. 176, Σκουντί και σκουδί=κύων
Σ' επήρα για βασιλικό κ' εβγήκες ατσικνίδα
(1893)
Εν λεξιλ., σελ. 148. Ατσικνίδα ή φυτόν, ή κνίδη, κνίδα