Αναζήτηση
Αποτελέσματα 121-130 από 1854
Θα τα πάρ'ς ξιρουμέτρ'
(1923)
Λέγεται επί ελπίζοντος ματαίως ότι θα λάβη χρήματα δανεισθένατα εις αναξιόχρεων
Ξιρουμέτρ' τα πήρι
(1923)
Λέγεται επί ελπίζοντος ματαίως ότι θα λάβη χρήματα δανεισθένατα εις αναξιόχρεων
Κι παπάς, Κώστα; Έτσ' τουφερ' η κατάρα!
(1923)
Ερμηνεία: Λέγεται προς άνθρωπον, τον οποίον βλέπομαν καθέξαντα επάγγελμα αναρμοστον εις αυτον
Έχ' παλούκ' στουγ κώλου τ' αυτός
(1923)
Δηλαδή έχει κατηγορίαν, έχει πληγή
Λάδ' βρέχ' κάστανα χιουνίζ'
(1922)
Ερμηνεία: Αυτός αδιαφορεί διά το σύμπαν
Μαζώνου κα ψίχα
(1923)
Γίνομαι οικονόμος
Κάνει κουλουκαθιές αυτός!
(1926)
Είναι ανήσυχος λίαν, να φύγη
Ανύπαντρους, σαν παντριφτή, δεν πρέπει να χορεύη μόνον σακκί στον ώμο του κριθάρι να γυρεύη
(1926)
Λέγεται δια τους εγγάμους, οίτινες περιβάλλονται υπό μυρίων μεριμνών
Ου κ'σσός σκατό κλαδί, ου κούκκους σκατοπουλι, κι ου σώγαμπρους σκατάθρωπους
(1926)
Κ'σσός = κισσός
Μι του βόσκου παχαίν' του πρόβατου
(1926)
Βόσκου = βοσκός = το βόσκημα, η νομή