Αναζήτηση
Αποτελέσματα 601-700 από 790
Γάμους δίχους σφαχτά δε γέν' ιτι
(1956)
Λέγεται στην περίσταση υποθέσεως που έχει αναπόφευκτες αβαρίες
Αντί να τρίξη η άμαξα, τρίζ' αμαξηλάτης
(1951)
Αντί να παραπονείται ο αδικούμενος, παραπονείται ο αδικών
Τα ζαβά τα σκ'λιά φ'λαν ου κουπάδι
(1956)
Οι αυστηροί δηλαδή άνθρωποι εξασφαλίζουν χρηστή διοίκηση
Του έρμου κι τ' ανταμ'κό είν'ι ένα
(1955)
Το κοινόχρηστο, δήλαδη το συνιδιόκτητο πράμα, στο οποίο κονιορτοποιείται το ενδιαφερον και η ευθύνη του ένος εξουαστού, καταντάει να γίνει σαν έρημο, το εγκαταλειμένο.
Απ' την εχιόνα στο φίδι
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται εις περιπτώσεις καθ' άς εις περιπίπτων εις μιαν συμφοράν αναμένει σωτηρίαν, και αντ' αυτής περιπίπτει εις συμφοράν χειροτέραν της πρώτης
Αν είναι μήλο θ' ανθίση
(1954)
Ερμηνεία: Επι εκείνων οι οποίοι επιτηδεύονται και υποκρύπτουν κάτι
Πέντε μήνες έξ αδράχτια πότε τ' άγνεσες γριά μου
(1954)
Λέγεται για τους τεμπέληδες. Κανονικά μιά γυναίκα μπορεί να γνέση πέντε αδράχτια την ημέρα όταν είναι φλόκος και ένα όταν είναι στιμόνι
Τ' ανταμικό και το έρμο είναι ένα
(1954)
Όταν υπάρχουν διαφοραί μεταξύ δυο ιδιοκτητών ο ένας βλάπτει και αδικεί τον άλλον
Πού τα πούτταρα ως τα μούνναρα
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα
Απίδια φαγωμένα κάτσε μέτρα τις ουρές
(1958)
Η παροιμία λέγεται για κείνους που κάθονται και ψιλολογούν δουλειές τελειωμένες, χωρίς να είναι δυνατόν να βγή τίποτε
Στου Σκορδά το χάν' θ' ανταμώσωμε
(1959)
Όταν δεν πρόκεται ν' ανταμώσουν εύκολα
Άδρωπος εν ο τόπος τζι' ο τόπος γέρημος
(1953)
Όλα εξαρτώνται από τον άνθρωπον, Εν = είναι, Γέρημος = έρημος
Ένας νους και κείνος Ρωμαίικος
(1959)
Όταν ένας ξεχνούσε να κάμη ένα τι που έπρεπε
Ο νους του πέρα βρέχει
(1959)
Γω του μιλώ και αυτού ο νους ποιος ξέρει που είναι
Κουβανάει νερό με το κόσκινο
(1959)
Άσκοπη δουλειά
Θα βρέξης πόδια; Θα πιάσεης ψάρια
(1953)
Π΄ρεπει να κοπιάση κανείς δια ν' απολαύση κάτι
Απ' τη γλώσσα να σε δω να κρέμεσαι, δε θα σε πιστεύσω
(1956)
Όταν ένας δεν έδινε πίστη στα λόγια του συνομιλητή
Πίστευε και μην ερεύνα
(1956)
Όταν ένας δεν πείθεται με αυτά που τον λέγουν αλλά κάνει πως τα πιστεύει
Με το ξίδι τον βάπτισαν
(1959)
Άνθρωπος ιδιότροπος και οξύθυμος που και με το τίποτε εξάπτεται και ποτέ δεν ευχαριστείται ότι και να τον κάνης
Απόν είδεβ βούνα τζιαί καστρή είδεφ φούρνους τζ' εξιππάστην
(1951)
Όποιος δεν είδε βουνά κιαι κάστρα είδε τον φούρνον και εξιφνιαστη. Ερμηνεία: Η παροιμία λέγεται επί ενθουσιασμένων δια πράγματα ευτελή, επειδή δεν γνώριζαν ανώτερα και μεγαλύτερα
Αναφαντάρης τίτσιρος τσαγκάρης αλυπόλητος
(1951)
Υφαντής γυμνός, τσαγγάρης ξυπόλητος
Φασούλι του φασούλι γιμίζει του σακκούλι
(1956)
Ταυτόσημη της παροιμίας: Φασούλι, του φασούλι γιμίζει του σακκούλι
Έβαλε το νερό στ' αυλάκι
(1951)
Κύλ'σι η τέτζιρ'ς κι βρήκι του καπάκι
(1956)
Όταν ταιριάζουν δυο ανεπρόκοπα ή άθλια πρόσωπα
Ο μουγγός νικάει το φαρφαλιάρη
(1955)
Δηλαδή ο υπομονετικός άνθρωπος βγαίνει πάντα κερδισμένος, εν συγκρίσει με αυτόν που αφήνει το στόμα του ελεύθερο για το κάθε τι κι ύστερα βγαίνει ζημιωμένος
Ούτε ξόδι αγέλαστο ούτε γάμος άκλαυτος
(1958)
Δηλαδή και εις την κηδεία θα γελάση κάποιος και εις τον γάμο θα κλάψουν
Ο πελλός θέλει τον αντίπελλόν του
(1956)
Πελλός = τρελλός
Απλώσου σ' όσο στρώμα έχεις
(1959)
Μην χαλάς παραπάνω από όσο μπορείς (χρηματικώς ή ηθικώς)
Έντεξε ο σβώλος αλλιώς πάει η άρμη
(1959)
Δηλαδή, έτυχε να κάμης εκείνο πόκαμες, αλλιώς θα χανόταν ο κόσμος, ειρωνικά
Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, το χούϊ δεν τ' αλλάζει
(1953)
Για τον κακομαθημένο
Μικρή είναι και η λίρα αλλά πόσους παράδες πιάνει
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Που τον κούφον ως τον ορώπιν
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται εις περιπτώσεις καθ' άς εις περιπίπτων εις μιαν συμφοράν αναμένει σωτηρίαν, και αντ' αυτής περιπίπτει εις συμφοράν χειροτέραν της πρώτης
Γέλασαν οι ράχες
(1953)
Γλυκοχάραξε, όταν αρχίζη να διαλύεται το σκότος και να φαίνεται εις τον ορίζοντα ένα γλυκό υπόλευκον φώς
Καλύτερα νάτρωγα κεθρομπούμπουλα και να είχα τον κώλο μ' μέσα, παρά πασπάλ' κι ο κώλος μ' έξω
(1956)
Το είπε ένας ποντικός στ' αφεντικό που είχε το μύλο, σε μια στιγμή που τον έπιανε ο γάτος του μυλωνά
Αμ' μέφ' φατσήσηςστ' ανώγλιον εθ' θωρείς το κατώφλιον
(1951)
Αν δεν κτυπήσης στ' ανώφλι δεν προσέχεις το κατώφλιο.
Άνοιξεν το κουτζιίν του
(1951)
Δηλαδή, Άνοιξε η ορεξίς του
Ν' απλώνης τα πόδκια σου ως τζιεί που φτάννει το πάπλωμαν
(1951)
Να απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα. Γνώριζε τας ίδιας σου δυνάμεις.
Ρίξε καημένε Αντρειά. Κι' αν ρίνω, από το σακούλι μου ρίνω
(1958)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δεν ξέρει πως δυό και δυό κάνουν τέσσερα
(1959)
Τόσο κοντός που δεν είναι και για τα απλούστερα πράγματα
Τον μπήκε στο ρουθούνι
(1959)
Του έγινε βαρετός, δεν τον άφησε ήσυχο
Πίστεψε λαγό και κάλεσε νουνό
(1956)
Μη βασίζεσαι στα λόγια των άλλων. Ο λαγός τον παρακίνησε να προσκαλέση τον νουνό και να τον κάνη τραπέζι και αυτός θα τον βοηθήση και θα φροντίση για το φαγί. Ο νουνός καλέσθηκε αλλ' ο λαγός δε φάνηκε
Βαστώ τα γκέμια καλά
(1950)
Κατά μεταφοράν από τον δαμαζόμενον δια του χαλινού ίππον ελέχθη και επί γυναικός της βαστάει τα γκέμια καλά ο σύζυτγος, όταν δεν της επιτρέπει να παρεκκλίνη κατ' ελάχιστον από την συζυγικήν αφοσίωσιν και τα καθήκοντα της ...
Η ζήλα νάτουν πούζα, ο κόσμος ούλος είθε νάτουν πούζης
(1956)
Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος να μη ζηλεύη
Τρέχει η μύτη σου γαμπρέ. Τρέχει απ΄ το χειμώνα. Σέξερα κι απ' το καλοκαίρι
(1955)
Αυτήν την μεταχειρίζονται για ανθρώπους οίτινες αποτυγχάνοντες εις μίαν εργασίαν, προφασίζονται ότι συνετέλεσαν διάφορες αιτίες ενώ στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει αυτό, αλλά η ανικανότης τούτων
Τζιείνος πον σε ξέρει ακριβά σε γοράζει
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι κατά βάθος τίποτε δεν αξίζουν, ενώ φαινομενικώς θέλουν να παρουσιάζωνται ως καλοι
Κείνος που δεν σε ξέρει ακριβά σ΄ αγοράζει
(1954)
Ερμηνεία: Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι κατά βάθος τίποτε δεν αξίζουν, ενώ φαινομενικώς θέλουν να παρουσιάζωνται ως καλοι
Χωρείς τοβ βούν τζι' ασπρίζει τζιαι χαρείς τζι εν σύλον μίλλαν
(1951)
Βλέπεις το βοϊδι κι ασπρίζει και θαρρείς πως όλο είναι πάχος
Απ' τα σύκα ίσαμε τα σταφύλια
(1958)
Επί μακρού διαστήματος
Ώς που να στεγνώσει το τουλπάνι, τ' αντρόγυνο μονοίαζει
(1956)
Οι σύζυγοι και αν μαλώσουν, γλήγορα συμφιλιώνονται
Άνοιξε η λουλουδιά τ΄
(1956)
Πήρε θάρρος από κεί που ήταν πολύ συνεσταλμένος
Από άλογο στο γάϊδαρο
(1956)
Ξέπεσε, έχασε την περιουσία του
Κακόν σκυλλίν, κακόν ψόφον έσιει
(1953)
Ερμηνεία: Όταν είναι κανείς κακός ζη πολλά χρόνια
Από την Τρίτη, ως την Τετράδη
(1958)
Όταν ένα πράγμα το αγοράζομεν την Τρίτη και την Τετάρτη χαλά
Άθρωπον από γενιά γκαί σκύλομ 'πό τη μάντρα
(1957)
Ήτοι η υψηλή καταγωγή κρατεί τον άνθρωπο υψηλά
Άνθρωπο από σόϊ και σκυλί από μαντρί
(1959)
Διάλεξε
Αντί να βουγγήξει το βόδι, βουγγάει τ' αμάξι
(1955)
Αντί δηλαδή να κουρασθεί το βόδι, κουράζεται η καρότσα, ή βοϊδοάμαξα. Για κείνους που, ενώ δεν κάνουν τίποτα, ζητάνε και ρέστα για την ανύπαρκτη δράση και τις φανταστικές θυσίες τους
Πρέπει να dόχη η κούτρα σου να κατεβάζη ψείρες
(1956)
Δηλαδή πρέπει να είναι φυσικό σου να γεννά το μυαλό σου
Βαρύ 'ναι το βουνό, μα σαν τον άθρωπ' όχι
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Άπιαστους κλέφτ'ς, καθάριους νοικουκύρ'ς
(1956)
Ότι πέριπου παραδέχεται η νομική αντίληψη περί ποινικής εύθύνης. Όταν δεν υπάρχουν αποδείξεις, οι υποψίες, οι ενδείξεις και η διαίσθησις υφαίνουν το στέφανο του άθωου
Μιλιούνι μιλιούνι κόσμος
(1959)
Πολύς κόσμος
Ο Θεός που τα δίνει τα φροντίζει
(1952)
Για τα πολλά παιδιά
Όσες σούφρες έχει το βρακί του τόσους διαόλους έχει στη σφαή του
(1958)
Επειδή το βρακί εδενότουνε μπροστά με κλωστή-σούφρες
Δε ξέρει να βγάλ' τα μάτια τ'
(1959)
Δεν μπορεί να κάνη τίποτε σωστό
Έπαρε άνθρωπο, απ' ανθρώπους και τραΐ από το κοπάδι
(1956)
Για το γάμο