Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 790
Ανύπαντρος, βασιλικός, όθεν κι αν πάη μυρίζει, και παντρεμένος, γάϊδαρος, όθεν κι αν πάη γκαρίζει
(1952)
Ετσί δηλαδή φαίνονται, κι ο ένας κι ο άλλος, στα μάτια των κοριτσιών
Άπιαστα πουλιά, χίλια στο παρά
(1952)
Μπορεί κανείς να παινεύεται όσο θέλει για πράματα που δε φαίνονται
Ξυνό μπαρούτι
(1959)
Για ένα τι πολύ ξυνό
Κώλους κι βρακί
(1953)
Ερμηνεία: Επί στενών φίλων
Απερπισμένο κάτεργο, σ' ένα βαθύ λιμνιόνι
(1952)
Κάτεργο = καράβι
Τρέχει η μύτη σου γαμπρέ. Τρέχει άπ' τον χειμώνα. Σ' είδαμαν το καλοκαίρι
(1958)
Η παροιμία λέγεται για κείνους που θέλουν να δικαιολογήσουν τα ελαττώταττά των.
Φασούλ' το φασούλι γεμίζει το σακούλι
(1953)
Για την οικονομία
Απόψε με τον άνεμο, αύριο με τον άγουρα
(1956)
Μια γριά όταν θέλει να παντρευτή
Μπάτι, σκύλοι, αλέστι κι αλ'ιστικά μη δίν'ιτι
(1956)
Λέγεται σε περίσταση ακαταστασίας και αναρχίας
Τον νούρον του αλουπού εβάλαν τον μέσ' στο καννίν τζί έν ισσίωσεν
(1954)
Την ουρά της αλεπούς την βάλανε μέσα στο καλάμι, και πάλι έμεινε στραβή
Σταλαματιά – σταλαματιά γιμίζει η στάμνα η πλατειά
(1956)
Ταυτόσημη της παροιμίας: Φασούλι, του φασούλι γιμίζει του σακκούλι
Λίγου κάτσι κι πουλύ να ιδείς
(1956)
Ταυτόσημο με το “εξ όνυχος τον λέοντα”.
Άπιαστα πουλιά χίλια στον παρά
(1953)
Λέγεται περί εκείνων, οι οποίοι προκαταβολικώς ονειρεύονται αμύθητα και εύκολα κέρδη από επιχείρησιν δυσκολωτάτην και αμφιβόλου εκβάσεως
Άπλωσε τα πόδια σου ως εκεί πού φθάνεις
(1955)
Αυτήν την μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να δηλώσουν οτι έκαστος πρέπει να εξοδευή ανάλογα με τα εσοδά του και όχι επί πλέον.
Άλλοι έχουν τ' όνομα κι άλλοι τη χάρι
(1958)
Δηλαδή άλλοι έχουν τον τίτλο κι είς άλλους αξίζει
Σαράντα μέρες βοσκός, σαράντα μέρες τρελλός
(1951)
Εξ ού και : πελλοβοσκός [τρελλοβοσκός]
Από τον Άννα στον Καϊάφα
(1959)
Ζητείς από έναν ένα τι και αυτός σε στέλνει σε άλλον και ο άλλος σε άλλον
Η αλεπού στόν ύπνο της πετειναρούδκια εθώρεν
(1956)
Καθένας από τη δική του σκοπιά βλέπει τα πράγματα όπως τον συμφέρει. 1)Πετειναρούδκια = μικροί πετεινοί, κοκοράκια, Σημείωση : σελ. 35, Αλεπού αρ. 14
Α θα ζυμώσης το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Της μοδίστρας η κλωστή δέκα πήχες μακρυά
(1954)
Χαρακτηριστική η παροιμία της οκνηρίας. Ωσαύτως πολλάκις λέγεται η παραλλογή (της τεμπέλας η οργιά δέκα μίλια μακρυά)
Όμοιος στον όμοιο και κοπριά στα λάχανα
(1954)
Δηλαδή πάει με όποιον του ταιριάζει
Καλός καλός ο SHοίρος μας, μα βκέην χαλαζιάρης
(1956)
Βκέην = βγήκε
Από μυλωνας, δεσπότης
(1954)
Ενδεικτική της εκτιμήσεως ήν, ως επί το πολύ, οι ανώτατοι αξιωματούχοι του κλήρου, δια την αντάξιαν διαγωγήν, απόλαμβάνουν παρά τω λαώ.
Πες μου πώς σε δείρανε και ξεύρω πόσες έφαγες
(1955)
Ταύτην μεταχειρίζονται για κάθε αποτυχόντα εις την εργασίαν του, επιχείρησίν του και προσπαθεί ποικιλοτρόπως να συγκαλύψη την αποτυχίαν του
Θωρείς την κουφήν τζιαί γυρεύκεις την κολοσυρμαθκιάν της
(1953)
Επί απροσέκτων ανθρώπων, κολοσυρμαθκιά (η)=τα ίχνη
Ένα έχεις, κανένα δέν έχεις
(1952)
Για το ένα παιδί
Του γιαλού κατά που ννα του δείξης εν να σου δείξη
(1953)
Όπως συμπεριφερθής θα σου συμπεριφερθούν
Για το Γιάννη τον άπιαστο!
(1952)
Όταν δεν περιμένη κανείς συγκεκριμένα αποτελέσματα. Ή όταν δεν δίνη σημασία σε υποσχέσεις
Η Παναγία πλάθ'κι ο Συμεών σημαιών'
(1954)
Πρόσφυγες Απελαδάτου (Σούμπας) Προύσσης Μ. Ασίας
Η Παπαντή μαζεύει τ'ς γιουρτές μι τ' αντί
(1956)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Απ' όξου απ' του χουρό πουλλά τραγούδια λέει
(1956)
Ερμηνεία: Για τον εκτελούντα εύκολες δουλειές
Ευτζιήν γονέων έπαιρνε τζαί σάρκον όρος μένε
(1951)
Ερμηνεία: Η ευχή των γονέων προστατεύει τον άνθρωπον όπου και να ευρίσκεται
Εννά αναελάση ο κλανιάρης του πορκιάρη
(1956)
Της αυτής σημασίας ως η υπ' Αρ. 17, δηλ. Λέγεται δια τους ανθρώπους εκείνους οίτινες δεν κυττάζουν τας ιδικάς των ατασθαλίας, αλλά προσπαθούν πως να φέξουν τους άλλους διά τυχόν αμαρτήματά των
Άπου έσσιει γένεια, έσσιει τζαί την έννοιαν
(1951)
Δηλαδή όποιος αναλαμβάνει ευθύνες έχει και τις φασαρίες
Ο Γεννάρης γεννά και πογεννά
(1951)
Δηλαδή ο Γεννάρης κάμνει πολλάς βροχάς
Τα δικά μας του γειτόνου μας
(1951)
Απού πονεί πά στον γιατρόν
(1951)
Τσ' αποκριές χορεύουνε και τσι Τρίνες γλεντούνε, και την ημέρα τη Λαμπρή τα κόκκινα φορούνε
(1952)
Το τραγουδάνε και στο χορό
Από το ράμμα, ως το βελόνι
(1956)
Όταν ένας άφηνε όλη του την περιουσία ως και τα πια μικρά πράγματα, σ' ένα κληρονόμο του
Απού πίννει βερεσιέν μεθκ' α δκυό φορές
(1951)
Όποιος πίννει επί πιστώσει μεθά δυό φορές
Τιποτένιος άθρωπος
(1956)
Περί του ουτιδανού και ουδενός άξιου
Ντζίζεις μου με το βελόνιν, ντζίζω σου με το σακκοράφιν
(1951)
Μου εγγίζεις με το βελόνι σου εγγίζω με το σακκοράφι. Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι μεταχειρίζονται το ίδιον μέτρον
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα
(1956)
Λόγια ασυνάρτητα, χωρίς κανένα ειρμό
Πήρε τ' άπλυτά τ'
(1956)
Τον έδιωξαν
Απίδια τρώγω;
(1956)
Θέλεις να με γελάσεις;
Βρέχει, χιονίζει, καραβάνα γιουμίζει
(1956)
Λέγεται για τους έχοντας σταθερό και τακτικό εισόδημα (μισθωτούς κλπ), όπως το συσσίτιο των στρατιωτών
Κάθε κάουρος στην τρύπαν του εδ' δυνατός
(1953)
Ο καθέ ένας εις την ειδικότητα του δύναται να αντιμετωπίση οποιονδήποτε αντίπαλλον. Εδ = είναι
Απ' τα σύκα ως τα σταφύλια
(1952)
Λέγεται ενδεικτικόν εκείνων που σε λίγο χρονικόν διάστημα σπαταλούν αλογάριαστα, ως και για διάφορα είδη, των οποίων η διάρκειαν είναι ελάχιστην
Κάτσε, κόρη, ανύπαντρη, να κάνω γιο να πάρης
(1957)
Απαντοχή ανώφελη
Έχω εννιά θ'λειές άντερα
(1959)
Απ' την πείνα
Να φ'λάϊσι απού κρυφόσκ'λου
(1956)
Οι ύπουλοι δηλαδή και υποκριταί είναι πιό επικίνδυνοι
Τσαι τσείνα τα κατάμαυρα, του στσύλλου του Σορόκου
(1956)
Τον σορόκξον, τον Εύρον καθ' Όμηρον, τον ονομάζουν στσύλλον, δηλαδή ανεξιλέωτον
Ρίχνεται από σ' νί σε παλούκι
(1953)
Δια να αποφύγουν τον έλεγχον δεν απαντούν εις τας ερωτήσεις μας, αλλά περιστρέφουν την απάντησιν εις άσχετα και ασυνάρτητα προς την ερώτησιν
Άγνιστα κι ανύφαντα κι στουν πλούκο 'πλούμενα
(1959)
Πλούκο = κήπο
Απ' την Τρίτ' ως τη Τετράδη
(1953)
Λέγεται επί διαρκείας και αντοχής βραχυτάτης
Άδικα που χάθηκες (ή σφάγηκες) ρε μαύρε λιάρε κόκκινε
(1955)
Αυτήν την παροιμίαν την μεταχειρίζονται για να δείξουν την συμπάθειάν των για ένα άτομον το οποίον τα πάντα διαθέτει για την μόρφωσιν των τέκνων του, αλλά τίποτε δεν κατορθώνει
Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα
(1955)
Την μεταχειρίζονται για τους φιλαργύρους και τους σκληρούς την καρδίαν, τους οποίους όσον κι αν τους παρακαλέσης για κάτι τι τίποτε δεν κατορθώνεις
Αν εν μήλο εν ν' αθθήση
(1954)
Ερμηνεία: Επι εκείνων οι οποίοι επιτηδεύονται και υποκρύπτουν κάτι
Παντού χώνει τη μύτη του
(1959)
Άνθρωπος περίεργος και εις όλα ανακατεύεται
Τον ανέβασε τον μύλο τ'
(1959)
Τον επαίνεσε παρά την αξία του
Δεν έχει νύχια να ξυθή
(1959)
Για ένα που δεν (έχει) δύναμι να κάνη κάτι
Η κουφή κουφούθκια κάμνει εν τζιαί κάμνει περτικούθκια
(1953)
Από κακκούς γονείς, κακά τέκνα θα γεννηθούν
Όταν ο Μωάμεθ δεν πάγει στο βουνό, πάγει το βουνο στον Μωάμεθ
(1959)
Αφού δεν έρχεσαι να με δης συ, έρχομαι εγώ
Από δήμαρχος κλητήρας
(1956)
Σ' έχω εξωρκισμένο με τον απήγανο
(1958)
Λέγεται υπό τύπον αστείου όταν αρνούμεθα και κάνουμε κάτι που μας υποδεικνύει ένας άλλος και επίμενει
Αργοκίνητο καράνι κάθε χρόνο και ταξίδι
(1953)
Λέγεται γι' αυτούς που αργούν στη δουλειά