Αναζήτηση
Αποτελέσματα 12301-12400 από 12472
Την καμήλα ρώτ'σανε, τι την αρέσ'· ο ανήφορος ή ο κατήφορος. Και κείνη αποκρίθηκε. Γιατί με ρωτάτε; ίσιος δρόμος δεν είναι;
(1956)
Για κείνους που από το ένα άκρο πήγαιναν στο άλλο
Αρ να ειπώ τ' ορτούσκον dου, θέλ' αν άβγο να γαλτζέψω να φω
(1951)
Αν πω την αλήθεια, θέλω έν' άλογο να καβαλικέψω καινα φύγω
Ο νιος έχει τη νιότη του κι ο γέρος τη στολή του
(1959)
Στολή του νιου είναι η νιότη και στολή του γέρου η φορεσιά. -Παπού καλοντύθηκες. -Έ! Παιδί μου: ο νιός έχει τη νιότη του κι ο γέρος τη στολή του. -Ντύσου κι εσύ παιδί μου ο μπάρμα Δήμος γέρος είναι αλλά τον είδες πως ...
Οι γαμπροί και τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε
(1956)
Η παροιμία αυτή χρησιμοποιείται ειδικώς και μόνον δια τους γαμβρούς εκείνους, οι οποίοι από την πρώτην ημέραν που αρραβωνιάζονται, επισκέπτονται τακτικά και χωρίς αντίρρησιν το σπίτι της νύφης, μη τηρούντες τουλάχιστον τον ...
Η κάργα δεν κάθεται στου βουβαλιού τη ράχη, για να ψειρίση, μα για να γεμίση την κοιλιά της
(1956)
Για κείνον που επωφελείται με το πρόσχημα ότι άλλον βοηθεί
Ζίτσα και Καρίτσα, Ψυχή μου Ραδοτόβι...Νάτανε και η Ζέλοβα πουτανοχώρι...
(1958)
Τα χωριά αυτά έχουν πολλούς γύφτους, που θεωρούνται κατ' εξοχήν λάγνοι και έκφυλοι. Τα γύρω χωριά θεωρούν την περιοχή αυτή, ως την πιο έκφυλη του Νομού Ιωαννίνων, με εξαίρεσιν την Βουνοπλαγιά (Ζέλοβα). Το Ζίτσα-Καρίτσα, ...
Καψοβράκουλας γαμπρέ
(1958)
Κατά την παράδοσιν, κάποιος γαμβρός έκανε τον έξυπνο, πως τα κέρει όλα. Ενώ, ξαπλωμένος στην γωνία της πεθεράς του, μιλούσε με διφορούμενες και δυσερμήνευτες (χάριν εντυπώσεως) προτάσεις, έπαε συμφορά από μια σπίθα που ...
Εννιά και μία δέκα ν΄ ακούς και την γυναίκα
(1958)
Η παροιμία αυτή δείχνει ...ανυποληψία για τη γνώμη της γυναίκας,αφού καθορ΄ζιε ότι η σειρά της γυναίκας να ερωτηθή είναι μετά τον έννατον σύμβουλον. Δηλαδή αφού γίνεται πλέον κοινόν μυστικόν και ακούονται όλοι οι συγγενείς ...
Έχεις δοντάκια και τα τρώς
(1958)
Μια φορά ένας πήγε ν' αλέση, μαζί του πήρε κι ένα παιδί. Οι μηλωνάδες τότε εβάνανε τα χαράματα, χαραϊδια, μέσα στ' αλεύρι. Λοιπόν είπε στο παιδί να προσέξη. Γιά μιά στιγμή όμως το 'καμε αυτό ο μυλωνάς. Λέει τότες το παιδί ...
Αυτόν τον δρόμο ξέρει η γιαγιά μου, αυτόν τον δρόμο παίρνει
(1959)
Αν δεν σε ικανοποιή η δουλειά μου ή κάτι άλλο, κάμη το μόνος σου εσύ
Στου Χαλάπου τη στράτα, γαϊδουριού ΄χνάρε ΄υρευ ;
(1951)
Στου Χλαεπιού το δρόμο, γαϊδουριού αχνάρια ζητάς ; Ο δρόμος προς το Χαλέπι ήταν πάντα γεμάτος καραβάνια, που πήγαιναν κι έρχονταν στην Ανατολή. Μέσα στις πατημασιές από τις καμήλες και τ΄ άλλα ζώα, δεν μπορούσε κανείς ...
Σ' του αυτενού του την άκρα, το στσυλλίν dου τζο κρούν dα
(1951)
Εξ αιτίας τ' αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε. Πόντ.Α.Π.Αρ. 121: “Αν κ' εν της κάτας το χατίρ' ας εν τη σααπή ατ'ς. Λεβ.236
Γώ πααίνω, τα σκόρdα σας ν' αναρευτούν, να πιέσουν τσουφάλε
(1951)
Εγώ φεύγω, ν' αραιώσουν τα σκόρδα σας, να πιάσουν κεφάλια
Το κεσκίνιν dο μασαίρι κόφτει, ζαϊρ 'α νάρτει τσ αν dαρός 'α κορευτεί
(1951)
Το κοφτερό το μαχαίρι κόβει, όμως θάρθει κι ένας καιρός να στομώσει
Το κόστσινό μου κοστσινίστη, κρέμασαν d' ατζά
(1951)
Το κόσκινό μου αποκοσκίνισε, το κρέμασαν εκεί πάνου. Όταν ένας γεράσει ή χάσει τη δύναμή του, οι άλλοι τον περιφρονούν. Πόντ. Α.Π. αρ. 767: Καινούργο μ' κοσκίν', που κρεμάνω σε; και σαν παλώντς παπού σύρω σε;
Α βρέξ' ο Μάρτης δυό νερά τσ' Απρίλης άλλον ένα, χαρά σ' ετσείνο το ζευγά, που 'χει στη γη σπαρμένα
(1956)
Ερμηνεία: Αι βροχαί του Μαρτίου θεωρούνται ευνοϊκαί διά την γεωργίαν
Τα παράδας όνταν ευρήκ'ς ατά πα μέτρα κι' επεκεί βάλεν άτα κά
(1951)
Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και στις άλλες σχέσεις μας με τους ανθρώπους
Μο του 'α κουπώσ' σο μύο νερό, ο μύος τζο κώθει
(1951)
Με το να χύσεις στο μύλο νερό, ο μύλος δε γυρίζει
Το ποτάμι του 'α με πάρει, 'γω κατέχω τα
(1951)
Το ποτάμι που θα με πάρει, εγώ το ξέρω. Όταν κανείς θέλει να δείξει πως ξέρει ποιός κίνδυνος τον περιμένει. Ποντ. Δ. Ο. αρ. 245: Ντο θα παίρ'με το ποτάμ' εξέρ ατο
Τ' Αυγούστου οι δρίμες στα παννιά και του Μαρτίου στα ξύλα
(1956)
Οι πρώτες 6 μέρες του Αυγούστου λέγονται Δρίμες. Τσι φυλάνε οι γυναίκες και δεν πλένοντε. Ό,τι λευκαίνουν οι γυναίκες τις μέρες αυτές, ιδίως στο γιαλό, χαλάει. Τα ρούχα λυώνουνε. Το ίδιο φυλάνε και τις 6 μέρες του Μάρτη, ...
Του παρεδούται μιτσίκκο, παίρει μαχτσούμι του παρεδούται μέγο, παίρει άνεμος
(1951)
Ερμηνεία: Όποιος παντρεύεται μικρός, παίρνει (αποκτά) παιδί, όποιος παντρεύεται μεγάλος, παίρνει αέρα. Το αέρα εδώ έχει την έννοια του τίποτα, δηλαδή όποιος παντρεύεται μεγάλος δεν αποκτά παιδιά, δεν κάνει τίποτα. Παραδίνομαι= ...
Λέγουν “το έθιμον νικάει τον νόμο”
(1955)
Κάποτε τελευταίως ένας του συμπεθεριού της νύφης κατώρθωσε χωρίς να γίνη αντιληπτός να πλησιάση στο σπίτι του γαμπρού και να αρπάξη από το φούρνο τα ψητά κρέατα και να τα υπάγη στο σπίτι της νύφης και να τα φάνε. Η προσβολή ...
Σά 'μbρό μου τό μέρο έν' dενίζι, σά πίσου μου τό μέρο έν' σοιρίδι. Πού 'ά υπάω;
(1951)
Στό μπρός μου τό μέρος είναι θάλασσα, στό πίσω μου τό μέρος είναι αγριογούρουνο. Πού νά πάω; Όταν κανείς βρεθεί ανάμεσα σε δυό κινδύνους. Πόντ. Α. Π. αρ. 145: Άπεμπρ' λιμνίν, κι' αποπίσ' θάλασσα
Κεπάπιν τζο ΄σεις, τα κρομμύδε πα νdα ποίκ;
(1951)
Κεμπάπι δεν έχεις τα κρεμμύδια, τι να τα κάμεις; Όταν μας λείπει κάτι βασικό, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στη δουλειά μας. Κεπάπιν είναι το κρέας που μαγειρεύεται γιαχνιστό σε κομμάτια. Τα κρεμμύδια είναι απαραίτητα. Αλλά ...
Σ τόϊναν dο μέρο ο Θιός να σε κουάψει, 'ς τε τ' άβου το μέρο 'α σε γϊάσει
(1951)
Από το 'να μέρος ο Θεός αν σε κάμει να κλάψεις, από τ' άλλο το μέρος θα σε κάμει να γελάσεις
Ο Θεός σως την εβίτσα, τα πέτεγα φτένει τα καρφιά τσαί τα καρφιά πέτεγα
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα
Να μη θεωθή το νερό, τζο κατινώνει
(1951)
Αν δεν θολωθεί το νερό, δεν καθαρίζειΑ
Όνdουνους θύρι ΄ά δώσ΄ ΄ά δώσουν τσαί το σόν dο θύρι
(1951)
Οποιανού πόρτα χτυπήσεις, θα χτυπήσουν και τη δική σου πόρτα. Ό,τι κάμεις θα πάθεις. Ό,τι ζητήσεις από άλλους, θα το ζητήσουν κι από σένα
Δεβασέ μες 'ς του βιονού τον gώ
(1951)
Μας πέρασε από του βελονιού τον κώλο. Για έναν που άφηνε τους ανθρώπους του και πενούσαν, τους έκανε δηλ. Σαν κλωστές Το λέγαν ιδιαίτερα για τους κακούς κυβερνητές : Ο τσουφαλάς μας δέβασέ μας 'σ του βουνιού τον gώ
Ο άντρας μπάζη με το σακκί κ΄ η γυναίκα να βγάνη με το βελόνι, το σπίτι δε μπορεί να γδή προκοπή.
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε, χέτς τζο βρόν'τσε πάνου σου;
(1951)
Η μάνα σου σε γέννησε, καθόλου δε βρόντησε απο πάνου σου;Τ
Ο αδερφός μου είναι αδερφός μου ας τον χαρεί η γυναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Αδεφόζ μ' εν 'δεφόζ μου ς τα χαρεί η ναίκα του
(1951)
Το λέγαν οι ανύπαντρες αδερφάδες όταν ο αδερφός τους παντρευόταν και πια δεν τις κοίταζε.
Η μά σου, σου να 'εννάνκε σένα, να 'ένντσε α θάλι ήτουν gαό
(1951)
Η μάνα σου, αντίς να γεννούσε εσένα, θα 'ταν καλύτερο να γεννούσε μιά πέτραΣ
Αρ να 'υρεύ' να γαλτζέπ' αβγό, να γαλτζέπ' ά ζόρι άβγο, του 'ά φα την dαή να νάνι χαλάλι
(1951)
Αν τύχει και θέλεις να καβαλικέψεις άλογο, να καβαλικέψεις ένα καλό άλογο. Την ταή που θα φάει να την αξίζει
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)
Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της
Το μισημέρι 'γώ τζο πορώ νdα βρώ, τσαι συ 'ρεύ νdα βρείς σκοτεινά;
(1951)
Το μεσημέρι εγώ δε μπορώ να το βρώ, και συ γυρεύεις να το βρείς στα σκοτεινά;
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)
Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!
Τα ποίο σου λαχτύλι α κόπ' τσαι τζο α αντζέπ;
(1951)
Ποιό σου δάχτυλο θα κόψεις και δε θα πονέσης. Το λέει π.χ. μια μάνα, που θέλει να δείξει πως αγαπάει το ίδιο όλα τα παιδιά της
Το Χαλάπι να 'ν' ατσεί, η αγκώνα εν' αδά
(1951)
Το Χαλέπι αν είν' εκεί, ο αγκώνας (Πήχυς). Είν' εδώ. Κατί σαν το “Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα”. Κάποιος καυχήθηκε πως στο Χαλέπι που πήγε έκαμε ή είδε το και το. Αυτοί που τον άκουαν, τούδωκαν την απάντησην. Του είπαν ...
Ο φσόντυος σου 'κόμη σο ζύν τζο μbή, να μbείς σο ζεύgον 'bουκάτου, α ιδείς ζ' γούβας σου το φοσσί
(1951)
Ο σβέρκος σου ακόμα δε μπήκε στο ζυγό, να μπείς κάτου απ' το ζυγό και θα δείς του τραχήλού σου τη λακκούβα
Το ζουνάρι μας ποίτσεν dα ς το ραφίδι
(1951)
Το ζωνάρι μας το κάμε από τριχιά
Αν κάμη ο Απρίλης θκυό νερά τζι ο Μάρτης άλλο ένα, χαρά στονε τον γεωργό πόσιει πολλά σπαρμένα
(1958)
Αυτό σημαίνει ότι αν βρέξη ο Απρίλης και ο Μάρτιος τότε θα είναι χαρά στον γεωργόν, διότι θα ευδοκιμήσουν τα σπαρμένα, Διηγήθηκε μια γριά από το χωριό “Άγιος Γεώργιος” στην επαρχία Κυρηνείας
Ποιός στόβγαλε το μάτι; Ο αδερφός μου. Γιαυτό στόβγαλε τόσο βαθειά
(1958)
Η συνάφεια είναι η αιτία που φέρνει την αγάπη αλλά και το βαθύ μίσος, το δε αδελφικόν μίσος, έχον συν τοις άλλοις ως αιτίαν την αντιζηλίαν σια την άδικον πατρικήν ή μητρικήν διάκρισιν μεταξύ των τέκνων και τας κληρονομικάς ...
Α πάρω το ιπρίχι, α βgώ σο δώμαν bάνου, α πάρω απτάζ
(1951)
Θα πάρω το μπρίκι, θα βγώ στο δώμα πάνου, θα κάμω τούρκικο αγιασμό
Σο μον dο κατζί τιν τζο κρούς, σου γαιριδιού το κατζί τιν κρούς
(1951)
Στο δικό μου λόγο αυτί δε βάζεις, στου γαιδουριού το λόγο βάζεις
Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λέ 'τι: Να κορϊένουνε αυτέν' μου τσαί τα μαχτσούμε του, να ταντήσω 'ς τα σέρε τουνε
(1951)
Η γάτα παρακαλεί το Θεό, λέει: Να στραβωθούνε ο αφέντης μου και τα παιδιά του, ν' αρπάξω από τα χέρια τους
Η κάτα πουά τον αυτένην dου τσαί το σπίτι νdάμα, σ' αν ψαρού τσουφάλι
(1951)
Η γάτα πουλεί τον αφεντικό της και το σπίτι αντάμα, για ενός ψαριού κεφάλι
Γατϊέζω σε 'ς το θύρι, ερτσέσαι 'ς την gάπνη, γατϊέζω σε 'ς την gάπνη, έρτσεσαι 'ς το θύρι
(1951)
Σε διώχνω από την πόρτα, έρχεσαι από την καπνοδόχο, σε διώχνω από την καπνοδόχο, έρχεσαι από την πόρτα
Γώ σο γάμο σου μο το κόστσινο α φέρω 'ς το ποτάμι νερό
(1951)
Εγώ στο γάμο σου με το κόσκινο θα φέρω από το ποτάμι νερό
Ο Θεός σα ψεά τα ρουσία κονdα το σόνι
(1951)
Ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι
Έσει ο Θιός α θύρι να στσεπάσει, α θυρί να νοίξει
(1951)
Έχει ο Θεός μια πόρτα να κλείσει, μια πόρτα ν' ανοίξει
Οι Θιακοί ευρήκαν το Θεό με τη γνώση
(1952)
Δεν νομίζω πως αυτό βγήκε από το ανέκδοτο της Ιθάκης. Φαίνεται πως είναι λογοπαίγνιο με τις λέξεις Θιακός και Θεός, όπου το θιακός χρησιμοποιήθηκε σαν να σημαίνη θεακός, δηλαδή οπαδός του Θεού. Υπάρχει άλλωστε παροιμία και ...
Η γουώσσ 'στον τζο 'σει τσάπου 'υρεύ 'υριζει
(1951)
Η γλώσσα κόκκαλο δεν έχει όπου θέλει γυρίζει
Ο γοντσής σου άρ να ιενί ο τ' εσίπ σου, ο Θϊός να 'ινεί ο γιατρός σου
(1951)
Ο γείτονας σου αν τύχει και γίνει ο εχτρός σου, ο Θεός να γίνει ο γιατρός σου. Το κακό που μπορεί να κάμει ο γείτονας, μονάχα ο Θεός μπορεί να το γιατρέψει.
Α πομείν' το παχάρι, α πομείν' την άνοιξη, α πομείν' το μαθόπωρο το σειμώ που α υπάς; Α κωσ' πάλι σε μας α να ρτεις
(1951)
Ερμηνεία: Θα κάμεις υπομονή την άνοιξη, θα κάμεις το καλοκαίρι, θα υπομείνεις το φθινόπωρο, το χειμώνα που θα πας; θα γυρίσεις, θα γυρίσεις, πάλι σε μας θε νάρθεις
Τσάπου τζο ίνεται γαπούλι η ευσή σου, μη εξούσαι σον άνεμο
(1951)
Ερμηνεία: Όπου δε γίνεται δεχτή η προσευχή σου, μην προσεύχεσαι τ΄ανέμου (μάταια)
Σα σ΄ αρέση, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρασ΄ απ΄ την Άνδρο
(1956)
Αναφέρεται εις την ναυμαχίαν της 7 Απριλίου 1790 μεταξύ Άνδρου και Εύβοιας του Λ. Κατσώνη, καθ' ην ο Λ. έπαθε πανωλεθρίαν. Ίσως η χαιρεκακία των νησιωτών δια την πανωλεθρίαν του οφείλεται εις κατάπτεσης των υπο του Λάμπρου ...
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)
Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό
Δός το κι άς πετά
(1957)
Προτροπή γιά επιτάχυνση δουλειάς,πορείας κτλ. Λέγεται ότι η φράση οφείλεται στό εξής. Κάποτε ναύτες Εγγλέζοι στά Βουρλά είχαν καβαλικεύσει σε γαϊδουράκια γιά να ανέβουν στήν πόλη. Κάποιος απ' αυτούς ήθελε να πεί στό νοικοκύρη ...
Τα βρήκε η βλογιά φιάξε την καρδάρα Τα βγήκε η καλμπάτσα κόφ΄την την καρδάρα
(1954)
Ερμηνεία: Τα πρόβατα που προσβάλλονται από την καλμπάτσα δεν θεραπεύονται εύκολα
Το σπίτι πομέν΄ισούζι, το ρουσί ισούζι τζο πομένει
(1951)
Ερμηνεία: Το σπίτι μένει άδειο, το βουνό άδειο δεν απομένει. Είναι ευκολότερο να είμαστε μόνοι μέσα σ΄ένα σπίτι, παρά έξω στο ύπαιθρο. Και στο βουνό ακόμα μπορεί να μας ακούσει ένα αυτί. Γι΄αυτό δεν πρέπει να φωνάζουμε τα ...
Το στσυλλί πήε σο παθινί, πνώνει νε ατσείνος τρώ' νε τ' αβγό 'φήνει να φά'
(1951)
Ερμηνεία: Το σκυλί πήγε στο παχνί, κοιμάται, ούτ' εκείνο τρώει ούτε το άλογο αφήνει να φάει
Ό,τι 'α δώζ' μό τα σέρε σου, ατσείνο 'α υπά' νdάμα σου
(1951)
Ό,τι θά δώσεις με τα χέρια σου, εκείνο θά πάει μαζί σου. Οι ελεημοσύνες είναι το καλύτερο εφόδιο του ανθρώπου πού πεθαίνει. Όπως λένε και στήν Εκκλησία (Ακολουθία νεκρώσιμος εις ιερείς): Αν ηλέησαν, άνθρωπε, άνθρωπον, αυτός ...
Μό το χουλϊέρι δίτει τα, τσαί μό το βράδι βgάλλει το 'φτάλμι του
(1951)
Με το κουτάλι το δίνει, και με την άκρια (ουράδι) βγάνει το μάτι του. Γιά τους διπρόσωπους. Λεβ. 64. Ποντ. Α. Π. αρ. 915: Με το χουλάριν δί' το γάλαν και με τόστελίν εβγάλλει ατό
Πώζ με δώστες σά σέρε μου, τσαί πά 'α νίψω σή χαραή μου;
(1951)
Τι μού έδωσες στά χέρια μου και τι να νίψω στό πρόσωπό μου; Όταν μας δίνουν κάτι πολύ λίγο, π.χ. Νερό ή άλλο, που δεν φτάνει στίς ανάγκες μας
Σήν αγκώνα σου κορά, παννίν τζό δίτουν σε
(1951)
Κατά το δικό σου πήχυ, παννί δέ σου πουλούν. Δέ μπορεί ο καθένας να βρεί τα πράματαόπως αυτός τα θέλει. Οι πραματευτάδες μετρούσαν τα υφάσματα πάνω στον δικό τους πήχυ κι όχι στού κάθε πελάτη τους το χέρι. Λεβ. 128
Πιρμή με δώσ' άν οκούτι, θέκνεις άν gοσάς σόν gώ μου
(1951)
Πρίν να μού δώσεις μιά συμβουλή, μού βάνεις έναν σπανό (πέος) στον κώλο μου. Κάνεις τάχα πώς με συμβουλεύεις, μά με τορπιλλίζεις και σύ δόλια
Του σπιτού τ' όργον σο ρουσί τζο ουτϊέ, του ρουσού τ' όργο σο σπίτιν τζο ουτϊέ
(1951)
Του σπιτιού η δουλειά στο βουνό δεν ταιριάζει, του βουνού η δουλειά στο σπίτι δεν ταιριάζει. Ερμηνεία: Εκείνο που γίνεται στη μιά περίπτωση, δε μπορεί να γίνει και στην άλλη
Κως του τζό ΄σει το σοικίκι μbαίνει σό π΄εζόν d΄ αμbάρι
(1951)
Το χοινίκι που δεν έχει πάτο, μπαίνει στ΄ αδιανό τ΄ αμπάρι. Τόλεγαν για τους γέρους ή για κείνους που έχαναν τη δύναμή τους και δεν λογαριάζονταν. Σοινίκι ήταν το ξύλινο δοχείο που μετρούσαν το στάρι. Έπαιρνε ως 6 οκάδες. ...
Σάμ΄ ές ψωμί, τσίπ σαϊτιέν σε σαμού τζό΄ς ψωμί, κανείς τζο σαϊτιέ σε
(1951)
Όταν έχεις ψωμί, όλοι σε λογαριάζουν, όταν δεν έχεις ψωμί, κανείς δε σε λογαριάζει
Νά νά΄ς ψωμί, ΄ά νάρτει κονdά σου να μή νά΄ς, τζο ΄ρτσεται
(1951)
Αν έχεις ψωμί, θα ΄ρθει κοντά σου, αν δεν έχεις δεν έρχεται. Όσο έχει κανείς λεφτά, έχει και φίλους – Λεβ. 74
Ατσείνο το βένετο το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέτι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Εκείνο το γαλάζιο γίδι όποιος το βλέπει, λέει: η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο
Θωρούν d' άσπρο το πρόβατο, λεν τι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)
Βλέπουν τ' άσπρο το πρόβατο, λένε: η κοιλιά του είναι γεμάτη πάχος
Σ΄ τσού είκοσι μυαλό, σ΄ τσου τριάντα βιό και σ΄ τσου σαράντα γυναίκα· ειδ΄ αλλιώς είτε βίος, είτε μυαλό, είτε γυναίκα
(1952)
Αν κανείς ως είκοσι χρονών δε δείξη μυαλό, ως τριάντα δεν κερδίζη το ψωμί του, κι΄ ως σαράντα δεν παντρευτή, ας μην έχη ελπίδες γι΄ αργότερα. είτε=ούτε
Ές παράδε; ά πείς κρασί. Τζό 'σεις παράδε; βερεσέ κρασί μή πίν. Ά ήμερα 'ά δώσ' τά παράδε δύο φορέδες
(1951)
Έχεις παράδες; θα πιείς κρασί. Δέν έχεις παράδες; βερεσέ κρασί μήν πίνεις. Μια μέρα θά δώσεις τούς παράδες δυο φορές. Δηλαδή θα πληρώσεις κι εκείνο που χρωστάς, θα πληρώσεις και κείνο που θα πιείς
Είσ' ανdί σισυρός. Χάρ σό νομάτην 'μbρό βgαίνεις
(1951)
Είσαι σάν το θυμιατό. Σέ κάθε άνθρωπο μπροστά βγαίνεις. Τό λεγαν στούς προπετείς. Το σισυρός βγήκε, λένε, από το ισχυρός (άγιος ισχυρός), τής εκκλησιας. Επειδή τήν ώρα πού τό ψάλλουν, ο παπάς θυμιατίζει, οι Φαρασιώτες είπαν ...
Τσαι να δεις, πε 'τι τζού 'δα, τσαί να 'κούσεις πε 'τι τζού 'κσα
(1951)
Και να δείς, πες δεν είδα και ν΄ακούσεις, πες δεν άκουσα.
Δώκαν dα πένdε παράδε να χορέψει, τζο χόρεψε. Στέρου, σαμού έβgε σό χορό, δώκαν dα δέκα παράδε να σταθεί, μή χορέψει, τζό στάθη
(1951)
Του δώσανε πέντε παράδες να χορέψει, δέ χόρεψε. Ύστερα, σά βγήκε στό χορό, του δώσανε δέκα παράδες να σταθεί, να μή χορέψει, δέ στάθηκε. Όταν ένας στήν αρχή κάνει πώς δέ θέλει κάτι, μά ύστερα δέ μπορείς να τον συγκρατήσεις. ...
Σου Σαγματά δϊέβοι τζο 'πόμειναν, έμbαν σου ισανούν τις τσοιλίες
(1951)
Στου Σαγματά διαβόλοι δεν απόμειναν, μπήκαν στων ανθρώπων τις κοιλιές
Χάρ α νομάτ' σο βυνάτον dου κορά 'α ποίτσει τ' όργον dου
(1951)
Ο κάθε άνθρωπος σύμφωνα με τη δύναμη του θα κάμει τη δουλειά του, ερμηνεία: να μη ζητάμε παραπάνου απ' ότι μπορεί ο καθένας να δουλέψει
Άρ ο Θιός να κούνκεν τα καζβάρες, κάτα μέρα χα ψοφήσει α γαϊρίδι
(1951)
Αν άκουε ο Θεός τα κοράκια, κάθε μέρα θα ψοφούσε ένα γαϊδούρι. Το λένε όταν δεν θέλουν να δώσουν σημασία στις κουβέντες ή στις κατάρες του κόσμου
Τώρα που ζω θέλω να γδω τα πιθυμάω κι ορίζω κι άμα, σα φύγω να με κλαίς, χάρη δε σ'το γνωρίζω
(1952)
Σα φύγω, σαν πεθάνω
Σώστου να 'ρτϊέσ' τα νερά να 'εμώσ' η λίμbλη, ζ' μαθράκας τα φτάλμε α βgούνε
(1951)
Ώσπου να κανονίσεις τα νερά να γεμίσ' η λίμνη, του βάτραχου τα μάτια θα βγούνε
Η ΄ναίκα έχει μακρά μαλλιά ͘ άμα τ΄ αχίλι τς εν λειψό
(1951)
Η γυναίκα έχει μακριά μαλλιά ͘ όμως ο νους της είναι λειψός
Ο Γενάρης σα βροντήσει, ή τ' αμπάρια θα γεμίση ή τον κόσμο θα μυρίση
(1956)
Αν βροντούσε κ' έβρεχε τον Ιανουάριο, ή θα γίνουνταν αρρώστια ή θα γίνουνταν αφθονία
Το στσυλλί παρακαλεί το Θεό, λε 'τι κι: Να δώσ' σον αυτένη μου πολύ, να δώσει τσαι μέν' να φάω
(1951)
Το σκυλί παρακαλεί το Θεό, λέει: Να δώσεις στον αφέντη μου πολύ, να δώσει και σε μένα να φάω
Ατσείνο του αλιστϊέσεν dο στσυλλί να φα κάκε, το στόμαν dου νdα λητέπ', πάλ' α φα κάκε
(1951)
Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα του να δέσεις πάλι σκατά θα φάει
Εν αβούτσι αν τζείνο το στσυλλί, του 'αλεί πολύ τσαι τζο πορεί να δάτσει
(1951)
Ένας τέτοιος, σαν εκείνο το σκυλί που γαβγίζει πολύ και δε μπορεί να δαγκάσει
Νε του Σαμού το σοκάρι, νε του Αράπ' η χαραή
(1951)
Ούτε της Δαμασκού η ζάχαρη, ούτε του Αράπη τα μούτρα
Ηύρες το νομάτη να πουλήσ' τα κοτίμε
(1951)
Βρήκες τον άνθρωπο να του πουλήσεις κάρδαμα
Σ του Βαρασού το χώμα τσολμέκι τζο βγαίνει τσαί να βγει, 'α τσακωθεί
(1951)
Από του Βαρασού το χώμα σταμνί δε βγαίνει και να βγει, τα τσακιστεί. Οι Φαρασιώτες που ξεκίνησαν να φτιάσουν κάτι στη ζωή τους, δεν το κατάφεραν
Τόινα σου το πρόσωπο εν' γαιριδιού, τ' άβου σου το πρόσωπο εν' στσυλλού
(1951)
Το ένα σου το πρόσωπο είναι γαιδουριού, το άλλο σου το πρόσωπο είναι σκυλιού