Αναζήτηση
Αποτελέσματα 12101-12200 από 12472
Μο το χορτάρι ση νιστία κονdα μη πααίν΄, Με το μπαρούτι στη φωτιά κοντά μην πηγαίνεις
(1951)
Τόλεγαν για δυό εχτρούς, ή για κορίτσια κι αγόρια, που δεν έπρεπε να πλησιάζονται
Τα μαύρα νέφη του βορεά, τα κότσινα του νότου, τσαί τσείνα τα κατάμαυρά του στσύλλου του σορόκου
(1956)
Βυζαντινή, εικάζω η παροιμία
Απού μ' έκλεψεν μιαφ φοράν νάσιη την κατάραν μου, απού μ' έκλεψεν δκυο νάσιη την ευτζιήν μου
(1954)
Κείνος που μια φορά μ' έκλεψε νάχη την κατάρα μου, κείνος που μ' έκλεψε δυο νάχη την ευχή μου
Do not take a large basket when you go picking strawberries that have been praised too much
(1959)
Μην παίρνης φαρδύ καλάθι, όταν πας να κόψης φράουλες, που στις επαίνεσαν πολύ
Τού 'ά 'ινεί βόϊδιν dό μουσκάρι, 'ς τό κόπριν dου έν bαού
(1951)
Τό μοσχάρι πού θά γίνει βόδι, από τήν κοπριά του φαίνεται. Από μικρός δείχνει κανείς τί θά γίνει
Η ΄ναίκα το δϊέβο εμbασεν dα σο κουμνί
(1951)
Η γυναίκα το διάβολο τον έμπασε στη στάμνα. Μια φορά ο Άγι- Αντώνης στεναχωρέθηκε που δεν τον άφηνε ήσυχο ο δαίμονας. Πάει μία γυναίκα και του λέει : Εγώ θα σε γλυτώσω. Βρίσκει το διάβολο και τον ρωτάει : Αφού λες, πως ...
Α νοματού χρεία, σα δύο νομάτοι τζο φτάνει α πομείνουν τσαι τα δύο νηστικά
(1951)
Ενός ανθρώπου το φαΪ στούς δυό ανθρώπους δε φτάνει, θ' απομείνουν κι οι δυό νηστικοί
Παρά ναχ' η γειτονιά μου κάλλιο νάχουν τα παιδιά μου, παρά νάχουν τα παιδιά μου, κάλλιο νάχ' η αφεντιά μου
(1956)
Ότι ο καθείς προτιμά να ευτυχούν οι πλησιέστεροι συγγενείς αλλά και απ' αυτούς ο εαυτός του.
Ατσείνο του τζο πιτϊέ τ' όργο, όϋπνος γαμεί τη μάν dου
(1951)
Εκείνο το έργο που δεν τελειώνει, ο ύπνος του γαμεί τη μάνα (το τελειώνει μιά χαρά), Ερμηνεία: Όταν κανείς δε μπορεί να τελειώσει μιά δουλειά, θα σταματήσει θέλοντας και μη από τον κόπο. Τόλεγαν πιο πολύ στις νοικοκυρές, ...
Ά σεσμένο τανάς, τσίπ τή σουρού τά πράματα χά τά σέσει
(1951)
Ένας χεσμένος ταύρος, όλα τού κοπαδιού τα ζωντανά θά τά χέσει. Ένα κακό παράδειγμα, όλους μπορεί να μάς παρασύρει. - Πόντ. Δ. Π. αρ. 371: Τό σκατόν πα ολίγον έν, άμα γαμαρίζ'
Να μη ιδρώσ' ο κώς σου, έργον τζο πορείς να ιδείς
(1951)
Ερμηνεία: Αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, έργο δε μπορείς να δεις. Έλεγαν και: Να μη φσίξεις τον gω σου..-Πόντ. Α. Π. αρ. 124: “Αν 'κ' ιδρών το κατζί σ', να ζης 'κ' επορείς. -Λεβ. 78
Σαμ' α 'ινώ νύφ' α προστσυνάω
(1951)
Όταν θα γίνω νύφη, θα προσκυνάω
Έβgαλές τα σως το γουργούρι μου
(1951)
Μου τάβγαλες ως τον καταπιώνα μου! Όταν ο άλλος σε στενοχωρούσε κι ήσουν έτοιμος να τον βρίσεις. Δείχνοντας με το χέρι το λαιμό, τόλεγαν κι έτσι: Έβgαλες τα σωζ αδά. Αντί γουργούρι έλεγαν και γαργαράς(=λάρυγγας): έβgαλες ...
Ότις τζο ΄υρεύει να κούσει τα κροτάλε, σο μύον τζο πααίνει
(1951)
Όποιος δε θέλει ν΄ ακούσει τα κροτάλια, στο μύλο δεν πηγαίνει. Κρόταλε είναι τα βαρδάρια του μύλου, που κάνουν μεγάλο θόρυβο στο άλεσμα
Συ, μο τ' ατέ τ' αχίλλι του ες, α νάρτει αν dαρός, θάλε τζ' α νάβρεις να δώσ' το τσουφάλι σου
(1951)
Συ μ' αυτό το μυαλό που έχεις, θε νάρθει ένας καιρός, πέτρα δε θάβρεις να χτυπήσεις το κεφάλι σου
Μάη μήνα μη φυτέψεης, Μάη μη σταφανωθής, Πρώτη μέρα μη δουλέψης, Σάββατο μη στολισθής
(1956)
Σάββατο, μέρα των πεθαμένων δε στολίζουνταν
Η πουλια βασιλεύγοντας τσ' ο γεουργός αποσπέρνοντας, ούτε τσομπάνης στα βουνα ούτε ζευγάς στοίς κάμποι
(1957)
Του αστερισμού της Πλειάδος δύοντας την 30 Νοεμβρίου, ο γεωργός απεπεράτωσε την σποράν του
Ήμουν bεκάρης, ήμουν χονκάρης, σεμαδεύτα, ενόμουν βεζίρης παρεδόθα, ενόμουν ρεζίλης
(1951)
Ερμηνεία: Ήμουν ανύπαντρος, ήμουν χονκέρης, αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης, παντρεύτηκα, ρεζιλεύτηκα. Μουλά – χονκέρης ήταν μεγάλο θρησκευτικό αξίωμα. Αυτός έμενε στην Προύσα κι είχε το προνόμιο να δίνει στο Σουλτάνο το ...
Αλεκονdέ τσάρι ποίτσες τα α μέγον gαμήλι
(1951)
Μια τόσο μικρή τρίχα την έκαμες μεγάλη καμήλα. Σε κείνους που μεγαλοποιούσαν τα πράγματα ή τάβλεπαν φουσκωμένα. Το καμήλι εδώ μπορεί να μπήκε από το Ευαγγέλιο, με την έννοια του σκοινιού: κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος, ...
Αρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ'ινό το τσεφος στη 'η, η άνοιξη τζο 'ρτσεται
(1951)
Αν δεν πέσει κάτου στη γη της Λαμπρής το κόκκινο τσόφλι, το καλοκαιρι δεν έρχεται
Ποιός εκαλοπάντρεψε το κακό μου το παιδί; Ο καλός ο γείτονας. Και ποιός εκαλοπάντρεψε το καλό μου το παιδί; Ο καλός ο γείτονας
(1952)
Οι γείτονες δίνουν καλές πληροφορίες για κάθε κορίτσι
Ο Απρίλης με τις ντάρες του, ο Μάης με τις δροσιές του κι΄ ο θεριστής με τις δουλειές του
(1956)
Ντάρες = ομίχλη
Έτσι που γενήκαμ', άντρα μου, για εσύ να πεθάνεις, για εγώ να χηρέψω
(1957)
Πείραγμα βέβαια κατ' αρχήν μεταξύ συζύγων, αλλά το λέγανε και όταν έδειχνε κάποιος ότι θυσίαζε κάτι ουσιαστικό, ενώ στην πραγματικότητα δεν υποχωρούσε και στο παραμικρό
Μπήκ' η λύκους στού μαντρί, αλλοιά απόχει τού ένα
(1956)
Δηλαδή: όταν μπεί ο λύκος στό κοπάδι, κινδυνεύει τό ένα τού φτωχού κι όχι τά πολλά τού τσέλιγγα. Η μοίρα κυνηγάει κ' εδώ τό φτωχό. Ο Στέφανος Γρανίτσας δίδει τήν εξής εξήγηση στά “Άγρια καί τά ήμερα τού βουνού καί τού ...
Ού κάμπους έχει μάτια κι ού λόγγους αυτιά
(1956)
Ο κάμπος δηλαδή, σαν άδεντρος και αναπεπταμένος, έχει ορατότητα και μπορεί να αγναντεύει κανείς μακρυά,ενώ ο λόγγος (το δάσος) με τα πυκνά δέντρα του δεν αφίνει να βλέπει κανείς,παρά σε ακτίνα του, την ακουστική, τη μετάδοση ...
Ρώτσαν dο καμήλι, είπαν 'dι: Ο φσόνdυός σου σοτίπως εν' στραό; Τσ' είπεν 'dι το καμήλι: Τα ποίο μου μερά εν' ορτό να νάνι τσ' ο φσόνdυό μου ορτό;
(1951)
Ρώτησαν την καμήλα και της είπαν: Ο σβέρκος σου γιατί είναι στραβός; Κι είπε η καμήλα: Ποιό μέρος μου είναι ίσιο, για να είναι ίσιος κι ο σβέρκος μου;
Φράξε το ρέμα στην πηγή να μη γενή ποτάμι, γιατί αν γενή, δεν σταματά, ότι κανείς κι αν κάνη
(1953)
Δηλαδή εις κάθε κακόν που δύναται να σου συμβή, πρέπει ευθύς εξ' αρχής να δώσης την δέουσαν προσοχήν, καθόσον βραδύτερον θα είναι αδύνατον ή δυσκολώτατα να θεραπευθή
Αν τα 'χης τα καλά παιδιά τα ρούχα τι τα θέλεις, κι αν τα 'χης τα λοβά παιδιά, πάλε τα ρούχα τι τα θέλεις;
(1959)
Τα ρούχα δεν έχουν καμία αξία, ο άνθρωπος έχει την αξία
Πήγα εις τα Πράδαλα, βρήκα τρύπα, τάβαλα. Ακουσα κάτι ντράβαλα (φασαρίες), σκιάχτηκα και τάβγαλα. Πάψανε τα ντράβαλα πάλι τα ξαναβαλα
(1958)
Οι Πραδαλιώτισσες θεωρούνται καλοπέσουλες και εξ ίσου νόστιμες με τις κοντοχωριανές του Πετουσιώτισσες, αλλά οι Πραδαλιώτες που ζηλότυποι και εκδικητικοί, εφ' ω και ο έρως με Πραδαλιώτισσαν είναι επικίνδυνος υπόθεσις
Ο φτωχός ο Φίλιππος στο χωράφι απόκρευε!
(1955)
Ήτο ζευγολάτης και είχε βεντέμα σποράς δηλαδή έπρεπε να τελειώση όσον το δυνατόν συντομώτερα. Έκανε λοιπόν χωράφι μέχρι που νύχτωσε. Το βράδυ δεν είχε με τι να αποκρέψη η οικογένειά του. Τα παιδιά του έλεγαν “Πατέρα, με ...
Μο τα παράδε τσόνι, εν μο τη 'ράδα τουν
(1951)
Με τους παράδες δεν είναι, είναι με την αράδα τους
Απ' όξω μούκλα κι απού μέσα πανούκλα
(1955)
Ερμηνεία: Είχε μια φκειάσει πίττα για να φιλοξενήσ' κάποιους. Η πίττα ήταν με λάπατα ξερά γιατί ήταν χειμώνας και τα πήρε από μέσα από μια νάδη (βαρέλι) που τα 'βαζε. Η νοικοκυρά ήταν απρόσεχτη κι βρώμικη κι όταν έβαλε την ...
Σχώρεσέ με Παναγιά μου, ατζαμή γαμπρό μαθαίνω
(1958)
Κατά την γενέτειραν της παροιμίας παράδοσιν, κάποιος γαμβρός ενοστιμεύετο την αρκετά νέαν και ευειδή πεθεράν του. Όθεν εσοφίσθη το εξής: δεν έκαμεν τα δέοντα ως γαμβρός, περιορισθείς εις χαιδολογήματα. Η νύφη προσέφυγε ...
Κάλλιο το μάτι του παιδιού πάρεξ' τ' αρχίδι του γαμπρού
(1958)
Εννοείται να βγή
Η μα σου σαμού σε 'ένντσε φσογγάτοζ έφαε
(1951)
Η μάνα σου όταν σε γέννησε έφαγε σφογγάτο
Ηύρες καό τσιτσάκι να πάρειζ άθος!
(1951)
Βρήκες καλό λουλούδι να πάρεις μοσχοβολιά!
Το γϊάδι του τζ' α ιδεί το μουσκάριν dου, γα τζο κατεβάζει
(1951)
Η αγελάδα που δεν θα ιδεί το μοσκάρι της, γάλα δεν κατεβάζει. Όταν μια δουλειά δεν είναι δική σουή δε σου δίνει διάφορο, δύσκολα την κάνεις.
Στο δϊέβο αν τζερί να πάρεις, πάλ' εν gαό
(1951)
Ερμηνεία: Από το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, είναι καλό
Ο κουμπάρος την κουμπάρα δυο φορές την εβδομάδα
(1958)
Συχνά κανείς παντρεύει τις φιλενάδες που δεν μπορεί να παντρευτή ο ίδιος και γίνεται κουμπάρος συνεχίζων τις σχέσεις του. Πολλάκις δε ο κουμπάρος με το θάρρος της πνευματικής συγγενείας, η οποία παλαιότερον εθεωρείτο ...
Ο λύκος έχει τόνομα κι' η αλεπού προδεύει
(1956)
Η φράσις αυτή λέγεται δια τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι έχουν τ' όνομα, Ήτοι τους έχει βγή το όνομα, ότι έχουν κάποιαν κακίαν, ενώ εις την πραγματικότητα, εκείνος ο οποίος τουςκάμει τυχόν παρατήρησιν δια την κακίαν ...
Ν' ακούς κι τούν τρανύτιρου σ' τι σι λέει!
(1956)
Η παραίνεση αυτή,σύμφωνα με κάποια εκδοχή,βγήκε από την εξής ιστορία.Συζητούσαν μια μέρα δυο παιδιά μιας χήρας.Λέγει ο μεγαλύτερος “Σαν μπελάς μας έγινε αυτός ο μπάρμπας,που μας κουβαλιέται από κάποτε εδώ.Εγώ λέω ν' ...
Ου άγ(ου) ρουφάης έφαγι'ού γουρμουφάης δεν έφαγι
(1956)
Η παροιμία αυτή είναι χαρακτηριστική της σπάνιος των φρούτων στον τόπο μας, όπου αφθονούν τα αμπόλιστα, άγρια δέντρα: καστανιές, γκορτσές, αγριομηλιές κλπ. Όπου φυτεύονται λίγα καρποφόρα δέντρα, τα ρημάζουν, μόλις δέσουν ...
Το 'ίδι, σαμού ΄υρεύει να φα ξύο, πααίνει σουρτεύεται σου ομbαση το ραβdί
(1951)
Το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνου το ραβδί
Έχει τ' αντρόγενο χολή, έχουν τ' αδέρφ' αμαχή, έχει κ' η μάννα με παιδί, όσο να μπη και να 'βγη
(1952)
Χολή = θυμός με διάρκεια, αμαχή (μάχη) = μίσος
Αρ το ορταχεψίμι να ήτουν gαο, τα δυο 'δεφε χα πάρουν α 'ναίκα
(1951)
Αν η κολληγιά ήτανε καλή, τα δυο αδέρφια θα παίρνανε μια γυναίκα
Ζ΄ ναίκας ΄ς τα σεράνdα κατζία να πγέσ΄ τόϊνα · ατσείνο πάλι νdα ΄νανοστείς και τσαί νdα πγέσ΄
(1951)
Της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις (δεχτείς) το ένα · και κείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις
Ο υμνός φεύgει ση γωνία, ο νησιτκός βγαίνει σο θύρι
(1951)
Ο γυμνός φεύγει στη γωνία (του σπιτιού), ο νηστικός βγαίνει στην πόρτα. Έχει την ίδια έννοια με την προηγούμενη. Τις έλεγαν σα δικαιολογία όταν ξόδευαν κάτι για να ντυθούν. Την έλεγαν κι αλλιώς. Ο ύμνος φεύgει πέσου, ο ...
Δόσιμα εν dου Θιού το δόσιμα του ισανού τίπος τζό 'νι
(1951)
Δόσιμο είναι του Θεού το δόσιμο, τ'ανθρώπου τίποτε δεν είναι. Μονάχα αυτό που μας δίνει ο Θεός αξίζει
Η ΄ναίκα ένι ΄ς το δϊέβο τσ άβ μέ(γο) δϊέβος !
(1951)
Η γυναίκα είναι από το διάβολο πιο μεγάλος διάβολος ! Αυτό, λέει, το είπε ο Άγι- Αντώνης, όταν είδε πως μία γυναίκα έβαλε το διάβολο μέσα στη στάμνα. Δες τον αριθ. 184
Τα μικρά δεν ήθελα, τα μεγάλα γύρευα, γύριζε χερόμ΄πλιζε κούνα και το διάολο
(1957)
Είχανε κάμει ένα καΐκι εδώ, 3 Λαικιώτες, και βγήκανε εδώ όξου από το Ξωλίθαρο να δοκιμάσουνε το καΐκι. Στη βόλτα, να δούνε τι αρμένισμα κάνει το καΐκι , αλλά εκεί που βγήκανε, τους πιάσανε Αλγερινοί και τσου πήανε στ΄ ...
Ο κάμπος το βλέπει κι' ο λόγγος τ' ακούει
(1955)
Δηλαδή, όταν είσαι στον κάμπο, σε βλέπουν ότι κάνεις κι όταν είσαι στο λόγγο,σ' ακούν ότι λες
Ο ένας τό μακρύ του κι ο άλλος τό κοντό του
(1950)
Από τήν πλήρη έκφρασιν “ο ένας έλεγε τόν μακρύ του λόγο κι ο άλλος τόν κοντό του λόγο” εγεννήθη η ανωτέρω βραχυλογία επί γνωμών αντιθέτων λεγομένων απλώς πρός συζήτησιν καί όχι πρός συνεννόησιν. Αλλά παραλειφθέντος του ...
Η μάννα χρυσό πάπλωμα και τα σκεπάζει όλα, κ' η πεθερά ξέσκεπο καλάθι
(1956)
Η μητέρα σκεπάζει και κρύβει όλα τα ελαττώματα της κόρης και η πεθερά τα ξεσκεπάζει και τα βγάζει στη μέση
Να 'λλ' ένα, είπεν dι η θεία μου η Γουζάβη
(1951)
Να άλλος ένας, είπεν η θειά μου η Γουζάβη. Τόλεγαν στ' αστεία, όταν παρουσιαζόταν ένας σε μιά παρέα ή όταν πετιόταν κάποιος κι έλεγε μιά κουταμάρα. Η φράση έμεινε, λέει, από κάποια Γουζάβη, γυναίκα του Γουζού, πού όλο ...
Ο Θεός σαμού 'υρεύει το πέτεγο, φτένει τα καρφί
(1951)
Ο Θεός ως την αυγή, τα πέταλα τα κάνει καρφιά και τα καρφιά πέταλα
Άλλος ρίχνει την πορδή κι' άλλος παίρνει το φλωρί
(1958)
Κατά την παράδοσιν, σε κάποιον γάμον, της νύφης της ξέφυγε κάποιος υποχθόνιος κρότος. Φυσικά έγινε σούσουρο και γέλια. Ο πεθερός , γιά να βρή κάποιο θύμα να άρη τις αμαρτίες, φώναξε: “Όποιος έρριξε την πορδή, θα πάρη τούτο ...
Ο χωρίοζ εν σο κάχιν 'bάνου, κάτσε vdα 'ρτϊέσουμ' τζαι 'στέρου άμε
(1951)
Το χωριό είναι στην πλαγιά πάνου, κάτσε να το φέρουμε στα ίσια κι ύστερα φεύγεις
Α νομάτ' του τζο τρώ' το μάλιν dου, α βραθεί κανείς νdα φα'
(1951)
Του ανθρώπου που δεν τρώει το βιός του, θα βρεθεί κάποιος άλλος να του το φάει
Ζ΄ ναίκας σό ράμμα μη κρεμϊέσαι· α σε πνίξει
(1951)
Στης γυναίκας το σκοινί μην κρεμιέσαι͘ θα σε πνίξει. Να μη πιστεύεις ούτε να δένεσαι με γυναίκα. Είχαν, λέει, οι γυναίκεςπου έβγαιναν στο βουνό για ξύλα ή για χόρτα, μιά τριχιά μαζί τους πάντα. Αυτό ήτανε το ράμμα. Πόντ. ...
Είπεν d' ο Μάρτης: 'γω το σόνι 'α νdα βgάω σου καμηλού το βράδι. Είπεν dι τσ' ο Απρίλ': 'γω πάλι 'α νdα λύσω σου τεγανού τ' άβι
(1951)
Ερμηνεία: Είπε ο Μάρτης: εγώ το χιόνι θα το βγάλω ως της καμήλας την ουρά. Είπε κι ο Απρίλης: εγώ πάλι θα το λιώσω στου τηγανιού το χερούλι, δηλαδή όσα χιόνια κι αν πέσουν το Μάρτη, ο Απρίλης, που φέρνει την άνοιξη, τα λιώνει
Τα παράδε μέτρα τα σιφτάχι τσαί 'στέρου έμbασ τα σον gεσέ σου
(1951)
Τα λεφτά μέτρα τα πρώτα κι ύστερα μπάσε τα στη σακκούλα σου
Γλείφει τα τάττε του ανdί 'ρκούδι, να βgεί σην άνοιξη
(1951)
Γλείφει τις πατούσες του σαν αρκούδα, για να βγεί στην άνοιξη
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
(1951)
Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7
Έχει ο Θεός
(1950)
Ευχή του ευρισκόμενου εις αμηχανίαν προ πάντων οικονομικήν, δηλαδή έχει ο Θεός πολλά αγαθά ώστε ελπίς να δώση και εις ημάς. Ότι ούτε νοείται το συμπλήρωμα της φράσεως μαρτυρεί η χαριτολόγος φράσις του Μακεδονικού ιδιώματος ...
Τ' αμπέλι θέλ' αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και το καράβι στο γιαλό θέλει καραβοκύρη
(1957)
Ιδιαίτερα το αισθάνονταν αυτό οι Βουρλιώτες. Η μεγάλη φιλοδοξία της ζωής τους ήταν “να κάνουν πράματα”-αμπέλια- αδιαφορώντας για σπίτια μεγάλη ή πολύτελή
Ο λύκος κι' αν εγήρασε κι' άλλαξε το πετσί του, ούτε γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλήν του
(1956)
Για ένα που αν και έφθασε σε μεγάλη ηλικία δεν άλλαξε όλες τις κακιές του συνήθειες
Η κάτα παρακαλούσε τ' αφεντικά της να γεννούνε παιδιά, ο σκύλος δεν τάθελε
(1957)
Η γάτα ευχόταν νάχουν παιδιά τ' αφενκτικά της για να κάνουν ψίχουλα και να τα τρώγει. Ο σκύλος δεν τα ήθελε τα παιδιά για να τρώγει αυτός τα κομμάτια του ψωμιού
Στρώμα πάντα σου ξερό, και λίγο φαγί το δείπνο, κι' άμα ακούς τον πετεινό στο φαγί σου και στον ξύπνο
(1956)
Ερμηνεία: Θα έχης την υγεία σου όταν είσαι σκληραγωγημένος, σηκώνεσαι πρωί και τρως λίγο το βράδυ
Όποιος λυπάται το ραβδί του, χάνει το παιδί του
(1956)
Για τους γονείς που δεν ήξεραν ν' αναθρέψουν τα παιδιά τους, τα άφηναν να κάνουν ό,τι ήθελαν, δεν τα μάλωναν για τις αταξίες και τα παιδιά δε γίνονταν καλά
Σ τού Βαρασού το χώμα τζουτζί τζο 'ίνεται – Από του Βαρασού βάζο δε γίνεται
(1951)
Το φαρασιώτικο χώμα δεν έκανε γι' αγγειοπλαστική. Τη φράση την έλεγαν αλληγορικά, επειδή δε βγήκε ποτέ από το χωριό ένας άξιος άνθρωπος, άρχοντας ή επιστήμονας, που να κάνει καλό στον τόπο. Ο μόνος, λέει, που θυμούνται ή ...
Ό,τι σε λέν, 'τι μη κρους ̇ να μη τα μbάσ' σην τζάπη σου, κανείνα μημ bιστεύ'
(1951)
Ό,τι σου λένε, μην ακούς, αν δεν τα βάλεις στην τζέπη σου, κανένα μην πιστεύεις
Το τσένdικο κόντσεν dα σο νερό
(1951)
Το τσουλί τόριξε στο νερό
Θεός να σε φυλάγη από φτωχό άρχοντα κι' από καινούργιο πραματευτή
(1956)
Ο οψίπλουτος είναι φανταγμένος, ξέχασε τη φτώχεια πουχε και δε βοηθεί το φτωχό ̇ και ο καινούργιος πραματευτής δε ξέρει να ψουνίση και θέλει μονομιάς να κερδίση του
Κι έτσι ογρός (υγρός) κι έτσι βρεμένος
(1959)
Μια βολά ένας τσοπάνης ήταν βρεγμένος ίσαμε το κόκκαλο. Για μια στιγμή του 'ρθε να κατουρήση και δεν έκαμε να κατουρήση όξω από το βρακί του και κατούρησε μέσα στο βρακί του. Ένας άλλος τσοπάνης που τον είδε να κατουριέται ...
Ας είν' κι ζαχαρένια, κατέβασέ την
(1952)
Λέγεται ως ενδεικτικόν των διαθέσεων της νύφης προς την πεθεράν. Περί της προελεύσεως της παροιμίας λέγεται ο εξής μύθος: Κάποιος από μεγάλη αγάπη προς την αποθανούσαν μητέρα του παρήγγειλεν εις ζαχαροπλάστην και του έκαμεν ...
Τα πιτένε, 'φότεζ έν' bιτένε, κρούς τα, κόφτεις τα τσαί 'πιδεβαίνουνε
(1951)
Τα πεύκα, που είναι πεύκα, τα χτυπάς,τα κόβεις και πέφτουνε. Τόλεγαν στουν βιαστικούς, που ήθελαν να γίνεται μονομιάς η δουλειά τους. Πόντ. Α.Π. αρ. 878: Με μιά τσουκουρέα το δεντρό 'κε κρεμιέται
Να φτσαιρέσω το 'μόν dο τσουφάλι, να εμώσω το σον dο τσουφάλι
(1951)
Ν' αδειάσω το δικό μου κεφάλι, να γεμίσω το δικό σου
Κόρη μου, λέγω τα σέναμ νυφίτσα μου, νdα πάρ' συ!
(1951)
Κόρη μου, τα λέω εσένα, νύφη μου, να τα πάρεις εσύ
Πρέπει να κυλάνε πολλά ρυάκια για να κινήση ο ποταμός
(1956)
Να κινήση = να ξεκινήση
Ο ζευγαράτ΄ υρεύει βρέδη, ο κουμνάτ΄ υρεύει ξερά
(1951)
Ο ζευγάς γυρεύει βροχή, ο στάμνας γυρεύει ξερασιά. Ο μύθοε λέει : Μια φορά ήτανε δύο αδέρφια· ο ένας είχε χωράφια, ο άλλος έφτιανε κανάτια. Ο ένας παρακαλούσε το Θεό να βρέξει· ο άλλος δεν ήθελε, γιατί είχε τα σταμνιά του ...
Ο άντρας με τσουβάλι να κουβαλή κ΄ η γυναίκα με το βελόνι να σπαταλή πάλι δεν προκάνει.
(1956)
Όταν η γυναίκα είναι σπάταλη και αλογάριαστη, όσα και να κουβαλή ο άντρας δεν φθάνουν
Ο γιός μου βασιλές, εγώ βασιλομάννα. Ο πατέρας μο βασιλές, εγώ βασιλοκόρη. Ο άντρας μου βασιλές, εγώ βασίλισσα
(1956)
Η γυναίκα στου αντρός της το σπίτι είναι καθαυτό νοικοκερά και βασίλισσα μέσα στο σπίτι
Ούτε το διάβολο να ιδής, κουμπάρε μου, ούτε το σταυρό σ' να κάμ' ς!
(1953)
Ερμηνεία: Προκειμένου περί ανθρώπων αχαρακτηρίστων και ασυνειδήτων, οι οποίοι κατά την κοινήν έκφρασιν, δεν έχουν ίσιο κρέας απάνω τους. Με τους ανθρώπους αυτού του είδους, όχι υποθέσεις δεν πρέπει να έχεις μαζί τους, αλλ' ...
Το περτσόν dο μbούτσι την τζοιλία σου τρυπά;
(1951)
Σημείωση: Η περισσή μπουκιά τρυπά την κοιλιά σου;
Του τζο πορεί να βgάλει τη χολή του σο γαϊριδι, κρού' το σαμάρι
(1951)
Κρούω = χτυπώ
Όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του νάχη! Όχι το νου του βασιλιά παρά τον εδικό του
(1959)
Ο Κανάρης δεν είχε να πληρώση τα δίδακτρα για να φοιτήση ο γιός του στη Σχολή των αξιωματικών του Ναυτικού, επειδή ο Όθωνας αντιπαθούσι τον θρυλικό πυρπολητή σαν παλαιό οπαδό του Καποδίστρια, και αρνιόταν να χορηγήση στο ...
Ο καλόγκρος από την Ομαλά δεν είχε νου, ούτε μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες, γύριζε χερόμυλο, κούνα και το διάολο
(1957)
To παιδί να μην κλαίη. Λένε πως αυτό (π΄ ανοιχτήκανε να ψαρέψουνε στ΄ ανοιχτά και να την πάθανε) (βλ. Σελ. 253 ιδίου χειρ.) το ΄παθε ένας καλόγερος από τους Παξούς. Κοντά στα σπίτια των Ελλήνων
Μηδέ διάολος, να σου λάχη, μηδέ το σταυρό σου να κάμης
(1956)
Δύναται μεν ο άνθρωπος να αποτρέψη την επήρειαν του διαβόλου, όταν κάμη τον σταυρόν του, αλλά προτιμότερον να μην τον ιδή
Τόϊνα καφτούσαν τα γένε του, τ' άβου πάλι πααίνκε να 'νάψει το γαλϊόνι
(1951)
Ερμηνεία: Όταν κανείς γυρεύει να κερδίσει από του άλλου τη συμφορά