Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 873
Μικρό κώλο δεν έδειρες, μεγάλος δε φοβάται
(1939)
Όταν δεν τημωρήσης το παιδί μικρό δεν φοβάται ση θα μεγαλώση
Εσύ, κυρά μου, κάθεσαι κι΄ο κώλος σου έξω κρέμμεται
(1930)
Ερμηνεία: Επί των εν αγνοία των διαβαλομένων
Είναι απού τα σύκα ίσαμε τα σταφύλια
(1937)
Ερμηνεία: Το λένε για τα υφάσματα που λιώνουνε πολύ εύκολα
Όσο τσ΄ α΄ ξεπέση ο Χριστός, πάλι πέντ΄ έξη άγιους κάνει
(1934)
Ερμηνεία: Επί των ανθρώπων των διατηρούντων έτι λείψανα της παλαιάς δόξης, δυνάμεθα να ισοφαρίσουν τον νεοπλουτισμόν των αγενών. Πβ ΖΑ 363, 433 και Π.Π. 3. 570, 25 κέξ
Γροίκα το και συ καιμένε
(1930)
Χειρομυλοκουμπισμένε
Θες δε θες, γάιδαρε, πιες νερό
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν με το ζόρι βάνουν κάποιο να κάνη κάτι
Από μπαμπά μαλή
(1938)
Από πολύ παλιά
Βερισέ κανένας δέν δ' λεύει
(1938)
Βερισέ = βερεσέ, τζάμπα
Άκαρπο γεντρό στ' αμπέλι, με το μανναρούλλι θέλει
(1934)
Μανναρούλλι (μαννάρι)= μικρός πέλεκυς, εκ του Ιταλ. Mannara
Έγινι του ανάστα ου Θεός
(1939)
Επί μεγάλης ταραχής εν ομαλώ τινι ανθρώπων προ πάντων ένεκα ευχάριστου αναγγελίας
Ανάστα ο Θεός
(1939)
Επί μεγάλης ταραχής εν ομαλώ τινι ανθρώπων προ πάντων ένεκα ευχάριστου αναγγελίας
Θρέψε σκ΄λί να σι βαβίζη
(1938)
Βαβίζη = γαυγίζη
Αδ' δεφ φασήση κανένας εις τ' ανώβλιον, εθ' θωρεί το κατώβλιον
(1930)
Δηλαδή, τα παθήματα γίνονται μαθήματα. Σημείωση : φαννιώ = κτυπώ , πλήττω
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος ανεφορεί και σέλα
(1938)
Αυτός που δεν έχει αξία, όπου κιαν φτάση πάλι δε θέλη αξία
Ένα μουζούρι αλάτσι έχουνε μαζί φαωμένο
(1938)
Είναι πολυ σχετικοί και φίλοι
Απού τ' μ' πόλ' έρχουμι κι 'ς τ' γκουρφή κανέλα
(1939)
Επί σχολαστικών και ακρίτων
Από τον Άννα εις τον Καϊάφα
(1939)
Μια βδομάδα μ' έστειλναν πέρα δώθι από τον αννα στουγ Καϊάφα κι δεν τέλειουσ' ακόμα η δ' λειά μ'
Χύνει τα πύρινά του δάκρυα
(1937)
Κλαίει γοερώς
Της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας λένε οι γυναίκες πως ο παπάς λέει : Μισόσπειρες, μισόφαες, μισοκονόμα νάχης
(1939)
Της Παναγίας της Μεσοσπορίτισσας είναι τα Εισόδια της θεοτόκου, 21 Νοεμβρίου
Η πάστρα κάνει τα μαλλιά ξι η – γι – ατσαλιά τσι ψείρες
(1938)
Ατσαλιά = λέρα γρουσουζιά
Ρίχνει το νερό απού κάτ' απ' τ' άχερο
(1939)
Είναι πολύ πονηρός και κατεργάρης
Βήκι σαν η πουρδή 'π του βρακί
(1939)
Προσβολή δια τον αναμειγνυόμενον όπου δεν πρέπει
Με τα χέρια τ' έσκαψεντό μορμοδί τ'
(1938)
Τον τάφο του
Το αρατά τα πολλά, χαν και τα λίγα
(1938)
Ευνοήτος
Στη γή διάβολ' δε πώμαν ούλα σαρήλσαν σοί ανθρώπ'
(1938)
Επί της γης δεν απέμειναν διάβολοι, όλοι εισήλθον (ενηγκαλίσθησαν) εις τους ανθρώπους. Λέγεται επί της εξαπλώσεως της κακίας και πονηρίας των ανθρώπων και της πί εκ τούτου ελλείψεως εμπιστοσύνης μεταξύ αυτών
Ο Οβριός όταν ξεπέση τα παλιά μπακιά θυμάται
(1937)
Το λεν σε ξεπεσμένο που ζητά πολύ παλιά χρέη
Το κγαιτούρ αν αναβή σο κγαβάλο αίγειρας
(1938)
Φρούδαι ελπίδες
Η παλιά κότα έχει το ζουμί
(1939)
Έχει κι η αλεπου τον άντρα της με τους πραματευτάδες
(1939)
Το λεν σε κείνους που υψώνονται και παινεύονται χωρίς ναχουν αξία
Σκουθήτε πιθαμέν' να σεβαν ζ'ντανοί
(1938)
Σεβαν = εισεβουν, μπουν
Είχε μάγκανο το αντρόενο του Σαράντου του Δικιού
(1939)
Τουτέστιν διαρκώς εμάλωνε χωρίς λόγο και αφορμή
Από τ' dρίτ' ούσαμι τ' dετάρτ'
(1938)
Δια τους σπάταλους, οι οποίοι δεν εφείδοντο των χρημάτων των
Άνθρεπο γλέπ'ς Θεό χάσκεις
(1938)
Χάσκεις = βλέπει με θαυμασμόν, Το εξωτερικόν τίνος απατά τον αλλόν
Ήκατσης σαν την αποζυμώτρα
(1938)
Το λένε σε κείνες που καθίζουν χωρίς δουλειά, σαν να 'ναι κουρασμένος, όπως καθίζει η “απόζυμώτρα” να ξέκουραστή σαν τελειώση το ζυμώτό της. Σηκώσ' από κεί να κάνης δουλειά, μόνο 'κατσής σαν “αποζημώτρα”.
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάdρα
(1930)
Οι άνθρωποι των καλών οικογενειών ως κ' οι σκύλλοι των μαντρών (οι τσοπανόσκυλλοι) ξεχωρίζουνε είναι καλύτεροι
Σ τ' αποκαμάρωμαν έρθεν
(1931)
Ήρθε ' ς τ' αποκαμάρωμα, ήτοι εις το τέλος της στέψεως. Σαντ. Επί του βραδέως έλθοντος
Το αίμα νερό δε νίσκεται
(1938)
Νίσκεται = δεν γίνεται (Νοητή)
Αντί να βογγήξ' ο γάϊδαρος βογγάει το σομάρι
(1939)
Αντί να παραπονούμαι γω παραπονάσαι συ
Όπου φτάνει το πάπλωμα σου ν' απλώνης τα πόδια σου
(1939)
Μην κάνης ανώτερα από τη δυναμή σου
Όσο στέκεται τ' αλογιού η ουρά
(1938)
Δηλαδή διαρκώς εργάζεται
Πότι κουλουκύθια πότι στράβουσ' ου λιμός
(1939)
Ερμηνεία: Επί των ακαίρως υπερηφανευομένων
Άθρωπογ γυρεύγεις; μιάλο πράμα 'υρεύγεις
(1934)
Δύσκολος η συνάντισις του τέλειου ανθρώπου
Άθρωπο απ' αθρώπο και σκύλλο από μάντρα
(1936)
Λέγουνται η παροιμία για να διατρανωθή η μεγάλη σημασία, που ο λαός δίνει στα σόγια “ Αυτός είναι σοϊκός” Συνήθως λέγουνταν όταν γίνουνταν κανένα αταίριαστο συνοικέσιο, και ύστερα από καιρό εκδηλώνουνταν οι συνέπεις
Σκυλιά πουλεί και κατουδα αγοράζ'
(1939)
Σκυλιά πουλεί και γατάκια αγοράζει
Ά δεν το μέλλει να πνιγή ποτέ του δεν πεθαίνει
(1939)
Ότι είναι γραφτό θα γίνη
Όλοι οι βλάχοι μια γενιά
(1939)
Σημ. Κατά τον Βλαχογιάννη μεταπλασμός της παροιμίας: Όλοι οι γύφτοι μια γενιά
Αι Γιώργης κιαν ξεπέση, πέντε άγιων χάρη κάνει
(1938)
Όσον κι αν πτωχεύση ο πλούσιος πάλι έχει ισχύ
Η κοιλιά με τ΄ άντερα μάχεται
(1938)
Όσο και να μαλώσουν οι συγγενείς δε μπορεί να χωρίσουν
Θα φας καμμιά καμπάνα!
(1939)
Θα τιμωρηθείς με καμμιά αυστηρή φυλάκιση, αντί θ' ακούσης καμμιά καμπάνα
Έψιμη παντρειά γλήορ' αρφανα
(1934)
Ο συναπτων γάμον παρήλιξ, είναι πιθανόν ν' αποθάνη και να αφήση προώρως τα τέκνα ορφανα
Το παιδί αν κι κλάψη, μάννα βυζί δεν το δίν'
(1938)
Αν κι κλάψη = αν δεν κλάψη
Δεν ήκλασε και να ντραπή, μονό 'κλασε κι εγέλασε
(1939)
Το λεν για τους θρασείς που δεν ντρέπονται για τις πράξεις τους
Φτωχός αξεχρέωτος μεγάλος άρχος είναι
(1934)
Ο μη οφείλων πτωχός είναι μέγας άρχων
Δεν απουκρεύ'ν σήμιρα
(1939)
Λέγεται προς τους λαιμάργως τεινόντας ν' αποτελειώσουν εσθίοντες τι
Είναι κι άνθρωποι φουλιουριά είναι κι άνθρωποι γρόσα, είναι κι άνθρωποι, μάτια μου, μια φόλα δεν αξίζουν
(1938)
Φουλιουριά = φλουριά
Απ' τα ψηλά τα άλουγα 'ς στα χαμηλά γουμάργια
(1939)
Ειρωνικώς επί αναξίου, κατέχοντος αξίωμα αλλά και απότομος υποβιβαζομένου
Άθρωπο θωρείς, καρδιά εν εγνωρίζεις
(1935)
Σαφής