Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11501-11600 από 11736
Που τ' αγάπουν τογ καλόμ μου τζαι που τον είχα έννοιαν πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον εί' αν είσεγ γένεια!
(1931)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια. Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει
Τ' Αντιπάσχου τη Δευτέρα, μή(δ)ε ράμμα στη βελόνα
(1937)
Αντιπάσχου αντί Αντίπασχα. Η Κυριακή του Θωμά καλείται Κυριακή του Αντίπασχα, διότι από της ημέρας ταύτης παύει η μεγάλη εορτή του Πάσχα. Εν τούτοις και την Δευτέραν του Θωμά – Τ' Αντιπάσχου – οι γυναίκες κατά τους παλαιούς ...
Το μισιστήρι του σπιδιού πομένει κλερονόμος
(1934)
Η τύχη δημιουργεί εκπλήξεις, ώστε το από όλους περιφρονούμενον παιδί της οικογενείας ως ανάξιον, έφθασε να γίνη ο γενικός όλων κληρονόμος, μισιστήρι μόνον εν τη παρ. = το απόπαιδο (εκ του μισώ, ακούεται δε και μιστιστήρι ...
Αθρώποι καλοπίχεροι ε τρώ – ν αβγό σφογγάτο τσαι σου διαόλου κουνενέ το θέλεις σκαρευτάτο
(1934)
Παρομοιώδες δίστιχον λέγεται επί της καλής τύχης ανθρώπων ανικάνων, οι οποίοι όμως μη ευχαριστούμενοι εις τούτο, ζητούν και τα πλέον εκαιρετικά πράγματα
Των αγίων Σαράντα, σαράντα να φας, σαράτα να πιής και σαράντα να στρώσης να κοιμηθής
(1938)
Στην Άνδρο συνηθίζουν πήττα με σαράντα χορταρικά. Γι αυτό και την αποκαλούν χορταρόπηττα. Λένε δε και την παροιμία
Ήπεψα 'γω το σκύλο μου, κι ο σκύλος την ορά του, κι ο σκύλος ήτον κούντουρος κι επήγε αμοναχός του
(1939)
Το λένε όταν πέμπη ο ένας τον άλλο για να γίνη μια δουλειά
Αφρίζεις και ξαφρίζεις τον παρά μου έδωκα θα σε φάω
(1938)
Ερμηνεία: Το λέν όταν αγοράσουν κάτι κάτι κακό που πρέπει έτσι κι αλλιώς να φαγωθή. Προήλθε από το εξής: ήτανε κάποτε ένας που αγόρασε σαπούνι, αντί για τυρί. Τώρα έπρεπε να το φάη, αλλά άφριζε στο στόμα του και τότε είπε: ...
Ά σε δακάσει απ΄τη ορά καδελέτο και παπά, ά σε δακάσει απού το στόμα γύρευγε γιατρό και στρώμα
(1937)
Λέγεται για το λιακόνι = μικρό ζώο όμοιο με τη σαύρα, μα χωρίς πόδια και χωρίς μακρά, πολύ δηλητηριώδες
Τα γράφ' η μοίρα στο χαρτί πελέκιο δεν τα κόβγει κι ανέ πελέκιο κόψη τα, η μοίρα δεν τα λειώνει
(1938)
Ισοδυναμεί με το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον
Απ' το βράδυ φύλα με και την αυγή ό,τι θέλεις κάμε
(1938)
Λέγεται εις παραμονήν εορτής. Μόλις βαρέση η καμπάνα του Εσπερινού πρέπει να αφήση κανείς αμέσως τη δουλειά του, να σταυροκοπηθή και να μην την ξαναπιάση πια ως το πρωί της μεθεπομένης. Οπωσδήποτε όμως είναι προτιμώτερον ...
Αγκρίστηκεν η καλή μου τζαι πα να τημ μερώσω έαγ καθίζιγ κότσιρους να της παρασονώσω
(1931)
Μ'αλωσε η αγάπη μου, πάω να τη την αγαπήσω, ένα καζάνι κόπρανα να της τα παραχύσω. Πέιραγμα σ' ένα που κακοφανίστηκε μαζί μου, χωρίς να τον αγαπώ και χωρίς να μ΄ενδιαφέρει
Να κατέχουν οι κοπέλες ίντ' αξίζ' η ντοναΐδα να πουλούνε τα προυκιά ντως να μακραίνουν τα μαλλιά ντως
(1937)
Αντοναΐδα = Είναι φυτό όμοιο με τη μαντζουράνα αλλά με μικρότερα φύλλα. Τη βράζουν και λούνονται με το νερό της και μεγαλώνουν τα μαλλιά
Απόψε με τον κυρ βορριά στο δώμα κι αύριο με τον άγγουρο στο στρώμα
(1938)
Βλ. διηγ. 1161
Από το εν μέρος το εκ του κατά Λουκαν Αγίου Ευαγγελίου και από το “Μπισμιλλιαΐ ραχμάνι, ραχίμ
(1939)
Τον έλεγεν ρητώς, έτι να παύση να δοξάζη
Η αδελφή τον αδελφόν τραπέζα γουρεμένα ο αδελφόν την αδελφήν μαχαίρ΄ακονεμένα
(1939)
Δείχνει τη στοργή που έχει η αδελφή στον αδελφό κι' αντίθετα την έχθρητα του αδελφού στην αδελφή είτε για κληρονομικούς λόγους, είτε και για χάρη της γυναίκας του, όπως ζούσαν σ΄ένα σπίτι όλοι μαζί
Αψετέ του 'να τσερί νακουρέψη πέντε δέκα τσαι τη μισοκουρεμένη
(1935)
Η παροιμία λέγεται με ειρωνείαν δι' εκείνους τους εκ συστήματος οκνηρούς και αδιαφόρους, οίτινες εις το τέλος μιας επιχειρήσεως δεικνύουν δήθεν υπερβολικόν ζήλον. Έχει δε την αρχήν της εις ανέκδοτον, καθ' ο βοσκός τις έχων ...
Στη παντρειά τσαι στο ταξί' μήε λάϊ μήε ξί(δι)
(1935)
Δηλαδή εις τον γάμον και εις τα ταξίδια δεν πρέπει τις να ανακατεύεται με συμβουλάς, διότι η αποτυχία θα τω προξενήση δυσάρεστα
Τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες δούλευγε,καλόγερε, διαολοκαλόγερε, κούνιε και το διάολο
(1937)
Η παροιμία αυτή προήλθεν από τα εξής : Μια φορά ένας καλόγερος επήγε στην ακρογιαλιά κι εψάρευγε. Ήπιανε μικρά ψαράκια, μα δεν τ΄ αρέσανε και μπαίνει στη βάρκα ντου και πάει βαθειά να βρη μεγάλα. Μια περνούσανε κουρσάροι ...
Το μεγάλο να τον βάζης μπροστά στο δρόμο και πίσω στη δουλειά
(1931)
Συμβουλή ότι πρέπει οι ηλικιωμένοι χάριν τιμής να προπορεύωνται, άλλ΄ ως προς τας εργασίας να επιβαρύνωνται ολιγώτερον των νεωτέρων
Με το μέλι στα πάρσιμο, με το μέλι στο δόσιμο
(1931)
Παροιμιώδες λόγιον λεγόμενον ως ευχή περί του ότι κατά τας ληψοδοσίας και τας εξοφλήσεις λογαριασμών πρέπει να επικρατή η καλή πίστις και ειρηνικώς και με γλυκύτητα να διεκπεραιώνονται αι τοιούτου είδους υποθέσεις
Βουάς τογ γέρου δεκοχτώ τσ' ο νους του ετ τογ γέρει
(1935)
Βουάς = ουαί, γέρου = δέρουν
Τάχα 'μνα νιος, τάχα μ' να νια, ταχά μ' να παλλικάρι τάχα δεν εταξίδεψα τη νύχτα με φεγγάρι;
(1937)
Το παροιμιώδης αυτό τραγουδάκι το έλεγαν οι ηλικιωμένοι στους νέους που ενόμιζαν ότι εκείνοι πρώτοι στον κόσμο ζουν και διασκεδάζουν και περιφονούσαν τους γέρους
Την κουτσήν αν αφήντς ατήν σο κέγ'ν ατ'ς, γιά ταουλτζήν α παίρ', γιά ζουρνατζήν
(1939)
Την κόρη αν την αφήσεις στη διάθεσή της ελεύθερη, θα προτιμήσει να πάρει κανέναν οργανοπαίχτη που να παίζει ή ζουρνά ή τύμπανο. Ενδεικτικό της απειρίας των ξέβγαλτων κοριτσιών, που πρέπει οι γονιοί να τα παραστέκουν και ...
Ρώτσανα το λύκομ γιατ' εν ο λαιμός σ' χοdρός; Γι τι φκιάνω τη δουλειά μ' μοναχός
(1939)
Όταν κανείς εργάζεται μόνος, κατανοεί καλύτερα τη δουλειά του, καταγίνεται και ωφελείται περισσότερο
Εφτά χωριά 'χ' η Κάρπαθο τσαι τ' Όθος μοναχό του!
(1934)
Σήμερον η Κάρπαθος έχει 10 μεγάλα χωριά και 2 η 3 μικρότερα. Φαίνεται ότι την εποχήν καθ' ην εποιήθη η παροιμία τα μεγάλα χωρία ήσαν επτά, εξ ου η παρομοίωσις του εις πολλάς χωριστάς συνοικίας διηρημένου χωρίου Όθους
Ποντικός κουούνια φορεί τσ' ατ τα φόρει, μπτσός τα θώρει;
(1935)
Κουούνια = κουδούνια
Άλλ' αντ' άλλα τα μεγάλα, κι όχι της Παρασκευής το γάλα
(1936)
Διηγούνται γι αυτήν την παροιμία ότι κάποιος τσομπάνος πήγε στο Δεσπότη να εξομολογηθή και ώμολόγησε ότι έφαγε γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο Δεσπότης δεν του συγχωρούσε αυτό το παράπτωμά του, αν και ο τσομπάνος επέμενε ότι ...
Πέθαν΄ η γ΄ναίκα μ΄, πάει η μ΄σός η κόσμος· πέθανα κ΄ ιγώ, πάει ούλος ο κόσμος
(1937)
Την άκουσα από άτεκνο σύζυγο. Εκδηλώνεται η μεγάλη πίστη και αγάπη προς την οικογένεια. Δηλαδή ότι ο άνδρας με τη γυναίκα του αποτελούν ολόκληρο κόσμο, και με το θάνατο του ενός χάνεται ο μισός ο κόσμος
Ξέχαρτζα και δίχως χάκ(ι) και παπουτσια από τ' ράχ(η)
(1937)
Όταν κανείς πήγαινε να δουλέψη κάπου και δεν επρόκειτο να πληρωθή ή να αμειφθή ελάχιστα. Χάκι ήταν ο μισθός, χάρτζι το χαρτζηλίκι, δηλαδή, κάτι το έκτακτο. Και ο εν λόγων όχι μόνο δεν θα έπαιρνε μισθό και χαρτζηλίκι, αλλά ...
Σαν έχ'ς καλά παιδιά, το 'βγιο τι το θέλ'ς; Κι' σα διν έχ'ς καλά παιδιά, πάλι το βγιο τι το θέλ'ς;
(1938)
Όταν θα ήσαν καλά τα παιδιά, θα ανεκούφιζον τους γονείς, όποτε αυτά δεν είχαν αναγκην περιουσίας. Και όταν πάλι τα παιδιά δεν θα ήσαν καλά, θα κατεσπατάλουν την περιουσίαν
Τομ μαστραπά ξάννοιε καλά μητ τύχη τσαί ραΐση αμμέ το χοιροσκάφιο ως θελ' ας εχτυπήση
(1932)
χοιροσκάφιο = χοιροσκάφιδιο, το σκαφίδιον εξ ου τρώγουν χοίροι
Κάλλιο να ντραπή η μούρη σου, παρά να καη η καρδιά σου
(1935)
Δηλαδή δεν πρέπει εκ κακώς εννοουμένης εντροπής, της άλλως ψευδοφιλοτιμίας ονομαζομένης, να ταλαιπωρήται τις αδίκως
Να 'χα άντρα τσαί να θέριζα, κάλλια 'χα να 'μου χήρα
(1935)
Επί των παρά την προσδοκίαν των μη ευρόντων μεταβολήν επί το καλύτερον των υποθέσεών των
Ο λύκον το μαλλίν ατ αλλάζ' και το χούϊν ατ' κι αλλάζ'
(1931)
Ο λύκος αλλάζει το μαλλί του, και τη γνώμη του δεν αλλάζει
Τ' αgεία ενήκα θυμιατά και τα σκ... λιβάνι και των αθρώπω dα παιδιά εΐνησα 'αδάροι
(1930)
Λέγεται, όταν ένας από μια άσημη οικογένεια κάνει το μεγάλο και τον τρανό ή όταν πραγματικά ένας από άσημη οικογένεια ευδοκιμήσει. Λέγεται, επίσης και όταν αρχίζει να παρακμάζη μια οικογένεια ξεχωριστή
Οντον έχει η σπάλαθος αθό έχει η πέρδικα αυγό κι οντον έχει η σπάλαθος λουβί σύρνει η πέρδικα πουλί
(1938)
Σπάλαθος = αννανθώδης θάμνος
Όθεν πας, οκά τετρακόσα τράμα έχ΄
(1931)
Όπου πας, η οκά τετρακόσια δράμια έχει
Αν δεν ήξερες να κάμης καταϊφι, τι τον ήθελες τον άντρα το ζαρίφη;
(1938)
Την παροιμία αυτή την έλεγαν, αλλά και την τραγουδούσαν, κοροϊδεύοντας τα αταίριαστα ανδρόγυνα. Ζαρίφ είναι τούρκικη λέξις και σημαίνει εύμορφος, εδώ σημαίνει και αριστοκράτης. Έκαμναν καταϊφι συνήθως τις αποκριές και όχι ...
Τα λώματα μ' όσον ετίμεσανε με, ο κύρη μ' κ' η μάννα μ' 'κ' ετίμεσε με
(1931)
Όσο με τίμησαν τα ρούχα μου δε με τίμησε ο πατέρας μου κ' η μάννα μου
Όλα τ΄ όρνα ΄ς ση μονήν κι ο χόχορον ΄ς σην βοσκήν
(1931)
Όλα τ' όρνια 'ς τη διανυκτέρευση κ' η κουκουβάγια 'ς τη βοσκή
Άπ' ατόν κορώνα 'κι γαστρούται, να γαστρούται πα 'κι πιάν'
(1939)
Απ' αυτόν κάργα δε γκαστρώνεται και να γκαστρώνεται και να γκαστρωθεί, δεν πιάνει. Για φυλάργυρους ή και για τους αδιάφορους εκείνους εγωκεντρικούς τύπους που δεν εννοούν να πονοκεφαλήσουν ούτε και να προσφέρουν το οβολό ...
Ο γάϊδαρον ψόφεσεν 'ς σο ραχίν κ' η ζεμία 'τ' εκάτσεν 'ς σ' οσπίτ!
(1931)
Ο γάϊδαρος ψόφησε 'ς το βουνό κ' η ζημιά του κάθησε 'ς το σπίτι
Την κόρην αν την αφήκης 'ς το χάλι της, γιά 'ς σον ταβουλτσή πεάνει γιά 'ς σον ζουρνατσή
(1931)
Αν την αφήσης την κόρη 'ς τη διάθεσή της, πηγαίνει ή 'ς τον ταβουλτσή ή 'ς τον ζουρνατζή. Ταβουλτσής λέγεται ο τυμπανοκρούστης συνοδεύων τον παίζοντα ζουρνάν. Ινεπ. Δεν πρέπει ν' αφήνεται ελεύθερος ο μη έχων ώριμον τον ...
Ο γάιδαρον έξερεν εφτά κολύμπα, κι αμόν τ' εκατήβεν 'ς σο ποτάμ' καικά τ' εφτά πα ενέσπαλεν
(1931)
Ο γάιδαρος ήξερε εφτά κολύμπια και μόλις κατέβηκε κοντά 'ς το ποτάμι και τα εφτά ξέχασε
Δέ σου δίδω, γρά, ψωμί. Βούτηξέ το στό ζουμί. Δέ σού δίδω σκιαολιάς! Λέει βούτηξέ το σκιάς καλά!
(1938)
Η απαίτησις και η επιμονή πού έχει κανείς να του δώσουν κάτι, παρά την θέλησίν των άλλων
Πίσω μη σε κουτουλήση το βούι. Ντα πού 'ν' το; Εδά πάει ο μπαμπάς μου να το φέρ' από τη Στεία
(1939)
Το λέν σ' όσους καυχώνται
Οι θερίστρες οι καλές τόμ Μάϊ ΄ποσπερίζου τσαί τόχ χειμώνα θώχτουσι να μη κακοτυχίζουν
(1934)
Αν η διατύπωσις του παροιμ. Διστίχου είναι πιστή, (διότι συνήθως τον Μάϊον, λόγω της μικρότητος των νυκτών, δεν αποσπερίζουν, ενώ τον χειμώνα το πράγμα είναι κανονικόν) φαίνεται ότι θέλει να δηλώση ότι παρ΄ ό,τι οι άλλοι ...
Να τηθ θάλασσα τσαί 'ούττα, να τσαί τη στεριά τσαί κούτλα
(1934)
Λέγεται ως δίλημμα ειρωνικόν προς τους απαιτούντας τα αδύνατα, έχει δε ακόλουθον αρχήν. Πλοίαρχος τις Κάσιος ονόμ. Φελούτζης έκλεψε και εφόρτωσε το πλοιάριον του με γαϊδούρια εκ της παρά την Ρόδον Χάλκης. Συλληφθείς υπεχρεώθη ...
Σα ζιω εμ μου γίεις πίττα τσαι σαν αποθάνω μου τηκ κάνεις τσαι με το μέλι
(1934)
Η μεταφορά εκ των μνημοσύνων
Κουτρούλια πάει στα λάχανα, κουτρούλια μαγειρεύει, κι' έχασε τη λεbίδα του κι πάει κι τ'νε γυρεύει
(1939)
Ειρωνικώς δι' όσους ανεκατεύοντο εις εργασία, που δεν ήσαν της ειδικότητός των
Ο πεινασμένον 'ς σ' όνερον ατ' κοτέρα 'λέπει
(1931)
Ο πεινασμένος 'ς τ' όνειρό του βλέπει κομμάτες ψωμιού
Του μήλο απ' κάτ' τη μ'λιά θα bέσ' κι' σα bάει κι' παρακείθε, πάλε απ' κάτ' το γύσκιο τς
(1939)
Τα παιδιά ομοιάζουν τους γονείς των. Και αν ακόμη θα έχουν διαφορά, αυταί δεν είναι δυνατον να είναι ουσιαστικαι
Αυτός είνε σαν το άλογο του Δεσπότη
(1931)
Παροιμιώδης παρομοίωσης δια τους εκτάκτως ευτραφείς και παχείς. Προήλθεν η φρ. εκ του ότι οι ίπποι των περιοδευόντων επί τουρκοκρατίας αρχιερέων ανά τας επαρχίας, τρεφόμενοι καλώς και όντες ιδιαιτέρως περιποιημένοι, ήσαν ...
Την κάταν είπαν άτην το σκατό σ' βοτάν' είν', κ' εχτάλεψεν κ' εφόσιξεν α
(1939)
Είπαν της γάτας πως το σκατό της είναι γιατρικό κ' έσκαψε και το παράχωσε για να το κρύψει
Το κάστανον εξέβεν ασ' σό τσέπλ'ν – αθε και είπεν; τσου, κι απόθεν εξέβα.
(1939)
Το κάστανο βγήκε από το τσόφλι του και είπε: φτού, λ' από που βγήκα. Λέγεται με μυκτηριστική και επιτιμητική διάθεση σε κείνους που ντρέπονται ή ειρωνεύονται την ταπεινή καταγωγή
Το 'να μάτι gιουλbερή κι τ' άλλο σα σταπίδα, η μία πλάτη πέταβρο κι' η άλλη κεραμίδα
(1939)
Δια παραμορφωμένα από την ασχημίαν γυναίκα
Που πάρη χίλια προύατα τσαι κακουδιά γυναίκα, τα προύατα 'ποκάνουσι τσ' η κακουδιά πομένει
(1934)
Ερμηνεία: Επί των νυμφευομένων πλουσίαν αλλ' άσχημον συζύγων ανάλογος γνώμη και εν τη Παλατίνη Ανθολογία
Πίττα μπρος και τσαί πίττα πίσω, να βγω θέλω να μιλήσω της γειτόνισσας το ίτσαιο
(1934)
Ερμηνεία: Επί των πολυλόγων και εις τα αλλότρια αναμειγνυομένων
Το λύκο μιά ρφορά τον εγδέρνανε και του λέγανε να πη ακμή, για να τον αφήσουνε, κι αυτός έλεγε: αρνί, αρνί αρνί
(1938)
Αυτή η ιστορία είναι για τσ' αθρώπους που κάνουνε ότι τώσε κόψη το ξερό ντως
Απού την Έμπαρο κρασί κι απού τη Βιάννο λάδι κι απού το Μυλοπόταμο ένα φλασκί καρύδια
(1939)
Το λένε όταν λέη κάποιος από δω ένα λόγο κι από κει άλλον ένα
Ο ονής έν ελυπηθή τ' αμπέλι, τσαί το παιϊ-ν ελυπηθή το σταφύλι
(1935)
Ονής=γονεύς. Δηλαδή ο γονεύς ασμένως εδώρησε είς το τέκνον του ολόκληρον αμπέλι αλλ' ο νέος κάτοχος και μιάς σταφυλής προς τον γονέα φείδεται.
Ο Άγουστος επάτησε στην άκρα του χειμώνα κι εβγήκε κι εχαιρέτηξε τσι διπλοφυστανάτους για τσι γδυμναξυπόλυτους εδέ καημός όπου 'ναι
(1937)
Ερμηνεία: Ο χειμώνας είναι για τους πλούσιους, οι φτωχοί έχουν στενοχώρια, γιατί δεν έχουν ούτε ρούχα, ούτε τροφή
Τάβαλε απίλωτα
(1939)
Φοβήθηκε πάρα πολύ. Η παροιμία, λένε, βγήκε από το εξής: Μια φορά κάποιος πήγε να κλέψη άχυρα, αλλά από το φόβο του που άκουσε να 'ρχωνται να τον πιάσουν δεν έσπρωχνε καλά τα άχυρα να βάλη πολλά το σακκί, κι έτσι έκλεψε ...
Τα γαϊδούρια με το “ορίστε κύριε”, μέσ' στο παιχνίδι μπαίν'να. Θέλ'να μι του ξύλο απάν' στου κεφάλ'
(1939)
Διατους ανθρώπους εκείνους, ιδίως τα παιδιά, που δεν ήταν διαθετειμένα με συμβουλάς να κάμουν το καθήκον των
Ήντσαν εβγαίν' και πορπατεί, για κάτ' θα ηυρίκ' και τρώει, για κάτ' θα ηυρίκ' και τρώει-ατον
(1939)
Όποιος βγαίνει και περπατεί ή κάτι βρίσκει θα βρει να φάγει, ή κάτι θα τον βρει να τον φάγει
Βάλ' τα να τα ματαπάρ'ς
(1939)
Επί κακοπληρωτών. Αυτή η παροιμία εμορφώθη εκ τινός δανειστού, ο οποίος δανείζων εις κάποιον ελάμβανε μέχρι τινός τα χρήματα τακτικώς και εμπορευόμενος αυτόν ούτε με τας χείρας του ελάμβανεν αυτά ούτε ηρίθμει παρόντος ...
Γεναίκα πολλαπάκτη τον άθρωπο ξιβκάλλει σαδ δεν εξέρει γράμματα, μαθθαίνει τότ αι ψάλλει
(1930)
Σημ. Πολλαπάκτος (ο) = κυριολεκτ. Ο συχνάκης πηγαίνων εις ξένους τόπους, ο περιηγηθείς πολλά μέρη, κοσμογύριστος και επειδή ο περιηγηθείς πολλά μέρη, ο κοσμογύριστος γνωρίζη πολλά, διότι είδε και έμαθε πολλά, η λέξις ...
Τούτα νάκ' καλά τσ' άντρες όσους θέλεις
(1934)
Τούτα νάκ' καλά τσ' από 'υναίτσες όσες θέλεις
Όθεν καικά 'κι θα γομούται η κοιλία σ', ντο δείκ'ς την πείνα σ';
(1931)
Όπου δε θα γεμίση η κοιλιά σου, γιατί δείχνεις την πείνα σου;
Εζέξαν τον εις τηγ κάρνταν
(1930)
Kάρντα=σχοινί, δι' ου δένεται ο άγριος βους εκ των κεράτων, όταν ζευχθή εις το άροτρον, διά να τον τραβούν προς τα οπίσω και τον αναχαιτίζουν, οσάκις ζητήση να τρέξη ή να κάμη κάτι
Τον άρκον (ή τον λύκον) ετραβαγγέλιζαν – ατον κ' εκείνος ερώνανεν: τη ποπά τα πρόγατα μερ' κές επήγαν
(1939)
Λέγεται ειρωνικά για αμετανόητους και αδιόρθωτους που ενώ τους συμβουλεύουν και τους νουθετούν οι διαθέσεις τους όμως δείχνουν ότι επιμένουν στα ελαττώματά τους
Α θες να δης την κοπελιά φωθιά τση δώσε νάψη κια θες να τήνε ξαναδής λύχνο να ξεφτυλίση κια θες να τήνε ξαναδής κουκιά να ξεματίση να κουκαλίση τα μισά και τ' άλλα να σκορπίση
(1937)
Ερμηνεία: Η κοπελιά που ξέρει να ανάφτει τη φωθιά και ξεφτυλίζει το λύχνο και ξεματίζει τα κουκιά είναι καλή νοικοκυρά
Εσού 'αμπρός τσ' εγιώ πλιο 'μπρος
(1934)
Πολλάκις ο γαμβρός ο δικαιούμενος να έχη τα πρωτεία εις όλα εν τη τελετή του γάμου του, παραγκωνίζεται υπό άλλου μη σεβομένου τας συνήθειας. Λέγεται επί προπετών και αυθαδών και ίσως υπόκειται εις την παροιμίαν ανεκδοτόν ...
Σαν έβγ' ο ήλιος στοίς Πηλές, βουά του που 'ναι νηστικός
(1934)
Οι Πήλες χωριόν της Καρπάθου εις τα Ν. Δ. Απέναντι της Κάσου. Οι χωρικοί σηκώνονται και τρώγουν άμα την ανατολή του ήλιου, αλλ' εάν οι Πηλιάται αναμένουν των ως εκ της θέσεως βραδείαν εμφάνισιν του ήλιου εις το χωριό των ...
Ο Μάρτ' ς μαραίν' τα μάραντα, Απρίλτς τα μανουσάκια, ο Χορτοθέρτς τα χορτάρα κι Αύγουστον παλληκάρα
(1931)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης μαραίνει τ' αμάραντα, ο Απρίλης τους μενεξέδες, ο Ιούλιος τα χόρτα κι ο Αύγουστος παλληκάρια, Χαλδ. Δίστιχον γνωμικόν περί των μηνών, του οποίου το τελευταίον μέρος προσετέθη διά την συμπλήρωσιν του στίχου
Σαν πατήσης τα είκοσι και δεν τα δης τα γένεια σαν τη λλά μου θα γενής κι αλλοίμονο σε σένα
(1930)
Στην Κρήτη το παιδί σαν γίνη είκοσι χρονών, με καρδιοχτύπει κοιτάζει να ιδή τα πρώτο χνούδωμα του μουστακιού του, γιατί φοβάται μήπως γίνη σπανός. Υπερήφανο λοιπόν στρίβη και ξαναστρίβη τις πρώτες τρίχες που θα φυτρώσουν ...
Για να καταλάβης τον άνθρωπο, θέλει να φάης εμάϊτ του τρία μόδ' αλάτσι
(1934)
Δια να δυνηθή τις να κρίνη περί του χαρακτήρος των ανθρώπων δεν αρκεί ολιγοχρόνιος συναναστροφή αλλά μακρά συνδιαίτησις τόση, όσην θα απητεί η κατανάλωσις τριών μοδιών άλατος. Λεγ. Ίδια επί των γνωρίμων μας, ων η περί αυτών ...
Απρίλης γρίλης, τέσσερις, Μάης κουτσούκλης, πεύτε ο μήνας απού με 'πήρες κι ο μήνας απού σε 'πήρα, εννιά!
(1938)
Μια φορά ήτονε μιαν κοπελιά κι επαντρέφτηκε, αλλά μετά λίγους μήνες εγέννησε. Ο άνδρας της φυσικά της εζήτησε τον λόγον. Αυτή όμως με απάθεια του απαντά: Και μπα να μην ξέρης, άντρα μου, να λογαριάζης; Για μέτρησε να δής! ...
Γι τ' ατέν άντρας κ' ευρέθεν και σκαφί' 'κ επελέκεθεν, ή και χαλκόν κ' εχαλαγιώθεν
(1939)
Για τα κορίτσια που δεν έχει ανοίξει ακόμα η τύχη τους για παντρειά, και με κάποια συμπόνοια, προπαντός όταν περνούσε λιγάκι ο καιρός τους
Του (Γ)εννάρη το φεγγάρι παρά ώρα να 'ναι μέρα
(1935)
Ωροσκοπική παροιμία δηλούσα ότι αι σεληνοφώτιστοι ημέραι του Ιανουαρίου είναι τόσον φωταυγείς δια το αίθριον του ουρανού, ώστε να προσομοιάζουν σχεδόν με την ημέραν
Δεκάρα δεν έχει να βάλη το μάτι dου
(1930)
Τι ακριβώς θα πη δεν ξέρω. Λέγεται πολύ συχνά. Παριστάνει μεγάλη χρηματική ανέχεια. Ίσως εξηγείται πως δεν έχουνε να πληρώσουν μια δεκάρα να τους βγάλουν το μάτι. Ίσως είναι παρεφθαρμένο και θέλει να πη πως κι' αν πρόκειται ...
Άντραν κι άλογον ποί 'κ' έχ', στην παρέβγαν ντ' έργον έχ';
(1939)
Όποιος δεν έχει άντρα κι άλογο, τι δουλειά έχει το ξεπροβόδισμα; _Ο καθένας πρέπει σύμφωνα κι' ανάλογα με την κοινωνική του θέση και τις οικονομικές του δυνατότητες να κανονίζει τις σχέσεις, τις συναναστροφές και τα έξοδά ...
Τον οκνέαν έστειλαν ατον ΄ς σα ξύλα κ΄ εφορτώθεν τη μεσάν
(1931)
Τον έστειλαν τον οκνηρό 'ς τα ξύλα και φορτώθηκε το δάσος