Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11401-11500 από 11736
Ταΐεις, ταΐεις, κλόζ' χαφχαλατά σε
(1937)
Τρέφεις, τρέφεις, γυρίζει και σε γαυγίζει.
Επί των αχάριστων ανθρώπων.
Τάξε και μη δώκης
(1931)
Επί υποσχέσεως διδομένης άνευ διαθέσεως προς εκπλήρωσιν.
Τάζει λαγούς με πετραχήλια
(1934)
Επί των πολλά υπισχνουμένων
Τάζ' φούρνους μι καρβέλια κι λαγούς μι πετραχήλια
(1939)
Επί των εξαπατώντων τους άλλους με παχειά υπόσχεσις.
Ως τότε χίλιοι βασιλείς αλλάσσουν
(1938)
δηλ. ώσπου να γίνει μια δουλειά μπορεί και να μας τύχη κάτι να μη γίνη
Ο τόστη σ' εβγάλλει το πόστι σ'.
(1931)
Τόστης=φίλος
Ο φίλος σου βγάζει το δέρμα σου
Όφ. Επί φίλου βλάπτοντος
Τάγζι d' στραβή d' κουρούνα ν' ανοίξει τα μάτια τς, να βγάλ' τα θκά σ'
(1930)
Λέγεται περί αχάριστων, οι οποίοι εκακοποίησαν τους ευεργέτας των.
Τουμάνος σ' αππίδ απάνω
(1938)
Η ομίχλη επί της αχλαδιάς
(Λέγεται όταν μισεί τις σφοδρώς έναν άνθρωπον και στρέφει διαρκώς την συζήτησιν του εναντίον αυτού και μόνον παντού και πάντοτε.)
Μη στάξη ο Θιός και βρέξη!
(1938)
Τον έχουνε μη στάξη ο θιός κια βρέξη= το περιούνται πολύ τον έχουν χαϊδεμένον.
Τάζει λαγούς με πετραχήλια
(1934)
Επί των αφθόνως υπισχνουμένων.
Το σταφίλ' το σταφύλ' τερεί και μαυρύν'
(1931)
το σταφύλι κοιτάζει το σταφύλι και μαυρίζει.
Τον Άεν τάξον και το μωρον μη τά' εις
(1939)
Στον Άγιο κάνε τάμα και στο μωρό μην υπόσχεσαι.
Στον Άγιο μπορεί και να μην πάς, ή ν' αναβάλεις το τάμα ενώ στο παιδί δε μπορείς, ούτε ν' αναβάλεις.
Παιδιού κι Αγίου μην τάξης
(1937)
Στάχτη δεν καίνει.
(1937)
Αγιού μην τάξης τάξιμο και κοπελιού κουλούρι
(1938)
Τα τασίματα πρέπει να γίνωνται
Άμον τούρκινον παπόρ'
(1939)
Σαν τούρκικο βαπόρι. Βραδυκίνητος. Ανάλογο με το: τα ζώα μου αργά.
Όταν θέλης να κάμης οχτρό τάξε του τσαι ελασέ το
(1932)
Υποσχόμενος προθύμως αλλά μη εκτελών τα υπεσχημένα δημιουργείς δυσαρεσκείας.
Τάξον τον παλαλόν κι ας χάρεται
(1939)
Δόσε υπόσχεση στον τρελλό για να χαρεί.
Για υποσχέσεις που δίνει κανείς σε απλοϊκούς, για να τους φιλοτιμήσει ή και για να τους ξεφορτωθεί, χωρίς και να του δημιουργηθεί υποχρέωση να τις εκπληρώσει.
Κάποιον τάζαν γάδαρο και γύρευε και το σαμάρι
(1938)
βλ. χαρίζω
Όλ' αν στέκ'νε, εσύ η σουμαδεμέντσα πα ντο στέκ'ς;
(1931)
κι αν στέκονται όλοι, γιατί στέκεσαι κ' εσύ η αρραβωνιασμένη;
Μικρού και αγίου μην τάξης και πάρη σε 'πο πίσω
(1930)
Επί των ευαπατήτων και ευκόλως πιστευόντων.
Τάξε τον κιας χαίρεται, άφης τον κιάς κρέμεται
(1938)
Το λέν όταν δεν κάμνει κάπως όσα υποσχέθηκε.
Μην τάξης στον άγιο κερί και του παιδιού κουλούρα
(1939)
Αυτοί ο,τι τους τάξης το θέλουν
Μ' εφτάς με και τουρκίζω
(1939)
Μη με κάνεις να τουρκέψω. Μη με παραφουρκίζεις.
Άμον Καλομήνες κόπρον σ' ιφτάρ' απάν' κι στέκ'.
(1939)
Σα μαγιάτικη (γελαδινή) κοπριά πάνω στο φκιάρι δε στέκεται.
Ά έφ φά ο Ρωμιός το σκατό του, ο Τούρκος έ τρώει πιλάφι
(1932)
Αι στερήσεις των Ελλήνων εξυπηρετούν την πολυτέλειαν των Τούρκων
Σο τσουπίν ή σο τσιμπόν απάν' στέκ'/
(1939)
Σε καλτσοβελόνα η πάνω στη ρόκα στέκεται
Σ σό τζουπίν απάν ΄στέκ'
(1931)
απάνω'ς την καλτζοβελόνα στέκεται.
Εμ' τάξ' μου, εμ' δός μου
(1939)
Ειρωνικώς επί των αρνούμενων την εκτέλεσιν δοθείσης υποσχέσεως.
Κάθε Τούρκος και σαΐτα, κάθε μαχαλάς και τάξη
(1937)
Καθένας έχει και τις γνώμες και τις συνήθειές του.
Τούρκος είσαι Μουσταφά; Τούρκος μα την Παναγιά
(1930)
Ερμ. Πειράζουνε οι Έλληνες Ηπειρώται τους Τουρκαλβανούς που μαζί με το Μωάμεθ πιστεύουν και στην Παναγία
Ταρηχτά σό Τούρκο και τρώει το σαρακοστή
(1937)
Κακιώνει με τον Τούρκον και καταλύει την νηστεία του
Αν δεν ταίριαζαν, δεν θα συμπεθέριαζαν
(1934)
Επί ομοφρονούντων.
Ούλου τάλλαρα και ψιλό bαρά
(1938)
Ειρωνικώς δια τους νέους, που δεν είχαν καθόλου χρήματα.
Σαν ταιριάση να ταιριάση
(1931)
Επί νέας συμφοράς προστιθέμενης είς την υπάρχουσαν.
Πέντε ελαίως στο σκοντέλι και το νταμπουρά στο χέρι
(1938)
Το έλεγαν για τους φτωχούς που πάντα γλεντούν.
Πέντε ελαίες στο σκουτέλι και τον ταμπουρά στο χέρι
(1938)
Να χης καλή καρδιά και ας είσαι φτωχός.
Δε βαστάν' τα στ'μόνια
(1932)
Γέρασα, δεν μπορώ να πάρω πολύ δρόμο.
Άμαγ κλάσ' ο σοίρος, η ψυσή του Τούρκου βρίσκει μύρον άμαγ ηκλάσ' η λόττα, η ψυσή του βρίσκει σόρταν
(1931)
Πείραγμα στους Τούρκους
Στιφάνουσι κι μπλέσουσι, κι βάφτισι κι φεύγα.
(1939)
Εκάστη πράξις δεν έχει την αυτήν αμοιβήν και ιδιότητα.
Δι τ'νή στιμέριν' για ένα bαρά.
(1937)
Δηλ. δεν την εκτιμάει καθόλου.
Τσή Τσουλοβδουκάς τα ταξίδια
(1934)
Επί τινός συχνά ταξιδεύοντας, επειδή η πο άνω εταξίδευε συχνά από Κων/πολεως εις Αθήναν, εις Νάξον κι τανάπαλιν.
Το στεφάνι για φιλά τα, για χαλά τα.
(1938)
δηλαδή τα μαλλιά.
Ο μουχλούζης τσ' ο ταματσιάρης γλήορα κάνου παζάρι
(1932)
Ο πλεονέκτης θέλων να εκμεταλλεύεται δια δανείων τον σπάταλον και ούτος τον πλεονέκτην ταχέως συμφιλιώνονται.
Απού τ' άϊ – Γιωρτζού στο 'ώμα τσ' απού τ' άϊ – Νιτσήτα, τσοίτα
(1934)
Ερμηνεία: Η παροιμία επιχωριάζει εν τη κώμη του Μεσοχωρίου και εννοεί ότι από τας 23 Απριλ. Δύναται τις να κοιμάται εν υπαίθρω (εις τα δώματα των οικιών, ως συνηθίζεται εκεί) και από του αγ. Νικήτα (15 Σβρίου) να κοιτάζη υπό στέγην. Π. Π. 1, 232, 10...
Αgούρ κι αgούρ χρόνος, Σκλυβργιά και σώβρακο
(1936)
Η παροιμία αυτή λεγόταν στο Αυδήμι σπανιώς όμως ολόκληρη και ήταν για τους πολλούς ακατάληπτη. (Στη Ραιδεστό έμαθα και την έννοιά της και το ιστορικό της): Ήταν κάποτε ένας μπακτσαβάνης που δούλευε μισθωτός και δεν ήξερε ...
Ελά 'πού τού παππού σου, τσαί συτσιά 'πού τού τσυρού σου τσαί κλήμα 'πό εκού σου
(1934)
Γνώμη γεωπονική, καθ' ήν τήν ελαίαν, ως βραδύνουσαν νά καρποφορήση πρέπει νά ευρίσκη τις από τών χρόνων τών προπατόρων, καί τήν συκήν από πατρός, Τήν άμπελον τήν δημιουργεί ο ίδιος. Ίδ. ΖΑ, 344, 34 καί Πολίτου Παροιμίαι 2, 165, 4...
Το ζ' ταιριασμένο αντρόενο και το γιοργό ζευγάρι
(1939)
Γιοργιό = γλήγορος, σβέλτος, επιδέξιος(σ. 161,74) η γιοργάδα...
Γιοργαδεύω 1 = ισιάζω μια, λαταφέρνω με επιτηδειότητα “Τη γιργάδεψα την αγκουτσά μου”. “Του γιοργάδεψα και κανα ζιοβγάρ' στ' αυτιά”. 2 = ψιάνω επιδέξια και σβέλτα, είμαι επιδέξιος και γλήγορος στο, “Γιοργάδεν να σκάβ”. “Γιοργαδεύει τη δ...
Ζ' ταιριασμένος = συνταιριασμένος, που ταιριάζει καλά (μαζί με). Ζ'ταιριάζω (σ. 161,74 και σ. 148, 16...
Γιοργαδεύω 1 = ισιάζω μια, λαταφέρνω με επιτηδειότητα “Τη γιργάδεψα την αγκουτσά μου”. “Του γιοργάδεψα και κανα ζιοβγάρ' στ' αυτιά”. 2 = ψιάνω επιδέξια και σβέλτα, είμαι επιδέξιος και γλήγορος στο, “Γιοργάδεν να σκάβ”. “Γιοργαδεύει τη δ...
Ζ' ταιριασμένος = συνταιριασμένος, που ταιριάζει καλά (μαζί με). Ζ'ταιριάζω (σ. 161,74 και σ. 148, 16...
Όποιος έχει δυό μάτια, πάει στο στάρι, κι όποιος έχει ένα πάει στ' αλεύρι κι όποιος είναι στραβός πάει στον ψωμά
(1938)
Το συμφέρον είναι ν' αγοράζης σιτάρι να κάνης μόνος σου ψωμί
Όσο ν' αλλάξ' η Ζουμπακιά, να βάνη το φκιασίδι, ο Ζουμπακάς αρμάτωσε και πάει για το ταξίδι
(1937)
Ερμηνεία: Την έλεγαν όταν κανείς ήταν πολύ βαρύς στις δουλειές του και ενώ δε μπορούσε να τελειώση μια ασήμαντη εργασία, όπως είναι το ντύσιμο και ο καλλωπισμός, ο άλλος ετελείωνε σημαντικότερα έργα όπως είναι το ξεκίνημα ...
Καλά ήτανε, άνδρα μου να μην έρθης, μα τώρα που ήρθες κάσε να φάμε
(1933)
Η παροιμία εννοεί μιαν γυναίκα ήτις απήντησεν ούτω εις τον άνδρα της, όταν ούτος την συνέλαβε επ' αυτοφώρω τρώγουσαν μετά του εραστού της εν τη οικία της. Λέγεται όταν θέλουν να παραστήσουν την αυθάδειάν της
Σάδ δεν είσ' από ενιά, πως θα σου πρέπ' η αρχοντιά
(1935)
Ενιά – γενιά=γενεά
Φέρου μου να 'αμήσω τη γαάρασ σου! Αμμ' η ετσή τιαν έχει; Για να μητ τημ μαϊρίσω!
(1934)
Δια τους ζητούντας να χρησιμοποιούν τα ξένα πράγματα και οικονομούντας τα ιδικά των
Ο νιος 'α' 'εν εθέριζε τσ' η κόρ' 'α' 'εν εέννα τσ' ο βους 'α' 'εν ελωνευγε ποτέ του εν εέρα
(1934)
Οι τοκετοί της γυναικός, το θέρισμα υπό του νέου και το αλώνισμα υπό του βοδιού είναι τόσον βαρέα έργα ώστε να φέρουν πρόωρον γήρας
Τα μακρινά μου κούdρηναν τα δγυό μου γίνικαν τρία κείνα που με bερέτευαν μ' αφήκανε και φύγαν
(1938)
Κουντουραίνω = μικραίνω, τα μακρινά = τα χέρια, τα δγυό = τα πόδια, κείνα = τα δόντια, bερέτευαν = συνετήρουν λ. τ. Παράπονον γέροντος και αίνιγμα
Εγώ 'πεμπα το σκύλο μου κι ο σκύλοςτην ορά ντου κι εκείνος ή τον κούντουρος κι επήγε αμοναχός του
(1937)
Ερμηνεία: Λέγεται για κείνους που μεταβιβάζουν παραγγελίαν και δεν την εκτελούν μόνοι τους από τεμπελιά