Αναζήτηση
Αποτελέσματα 401-500 από 504
Που κακά λοά, κακός λοάται
(1925)
Ήρθε dου σα dου έρου στην Αϊά
(1928)
Αϊά = Αγιά, Ερμ : Είναι κάποιο πανηγύρι, μακρυά από δω στο Β.Δ. Μέρος της Νάξου, στην θάλασσα κοντά. Πάνε και κάνουν δεκαπέντε μέρες εκεί, τον Δεκαπενταύγουστο. Το πανηγύρι είναι στας 15 Αυγούστου ως φαίνεται συνέβηκε ...
Και το κατσουλάκι dωνε με θέλει
(1928)
Φράσι που την λέμε όταν θέμε ν' αποδείξωμεπόσο μας αγαπάνε στο σπίτι του αγαπητικού ή της αγαπητικιάς μας
Αφού γράψει δε ξεγράψει
(1928)
Ερμηνεία: Παροιμία επί του τυχερού
Η 'ης ήσκισε κι ήπιε dόνε
(1928)
Τα καθαρά μαντήλια κάνου γκι' εφτές
(1929)
Κάνουνε δηλαδή τις τίμιες και το σόϊ τους είναι τίμιο
Ούτσι, ούτσι, να σε βάλω στο σακκί!
(1926)
Αυτό θάταν κομμάτι από καμμία ιστορία κι έχει μείνει ως είδος παροιμίας
Εσπάσεν τα τσικαλούδια
(1928)
Φράση που λένε όταν δυό φίλοι, ένα αντρόγυνο, μαλλώσουν. Δυό τέλος πάντων, συνδεδεμένοι άνθρωποι
Ο ήλιος βγαίνει στο κουτελό dου
(1928)
Φράση που λέγεται για τους όμορφους. Περισσότερο όμως λέγεται ειρωνικά για τους άσχημους
Και το ζόρι ο Θεός τόπεζε
(1928)
Ίδιο πρόσωπο ίδιο μαντάτο
(1925)
Μαντάτο = είδηση
Στου βουδιού το μάτι κρύβγει τη δεκάρα
(1928)
Φράση που Λέγεται για τους ακριβούς
Σα γκαλέστρα 'σαι καμένη
(1928)
Όταν δούνε καμμία στολισμένη την καθημερινή
Είχαμε γκαί του αδάρου μας τα νιάμερα!
(1928)
Το λέει κανένας πιο πολύ για κάτι του είναι αδιάφορο
Που βαστά, καλά βαστά
(1925)
Όποιος βαστά καλά βαστά
Ήκουα τα κουδούνια σου και θάρου gαί τα ζά σου
(1928)
Γίνεται θόρυβος γύρω από ένα πρόσωπο που δεν του ταιριάζει.
Βουβός κι' άλαλος επόμεινα όντε do' κουσα
(1928)
Ερμηνεία : Do' κουσα = άκουσα
Βουβός κι' άλαλος επόμεινα
(1928)
Με τη στράτα που 'πιασες, παιδί μου, θα πας άνεμος και του κάκου
(1928)
στράτα=δρόμο
Όντε λείπη' ο κάτης α τη 'ωνιά παίζουν οι ποντικοί τον αρμαδούρο
(1925)
Ωνιά = γωνία
Δε σε πιάνει κανείς, μήτε στα μονά μήτε στα ζυά
(1928)
Ζυα = ζυγά
Πόσοι κοίτουνται νέπα χωρίς το θέλημά μου
(1928)
Νέπα = εδώ
Ο σκύλος κακοερνά για ξένες έγνοιες
(1925)
Κακοερνά = γερνά γρήγορα
Τα λόϊα σου λΐα και κατσουνωτά
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Ό,τ' έχω το νυχάκι που κόβγεις και πετάς δεν έχω όλο ντον άλλο γκόσμο
(1928)
Όταν αγαπά κανένας έναν άλλο πολύ
Ήσυρεν από νύχι ως νύχι
(1928)
Λένε, όταν σέρνουνε τις προβιές που κάνουνε τα συρίμια κι είναι γερές και δεν σπάνουνε, παρά σέρνουνε και βγάζουνε πολλά και μεγάλα συρίμια
Απου τα νύχια ως τη γκορφή
(1928)
Από τη μια άκρη του σώματος ως την άλλη
Δε σε γνοιάζει μα 'χω ω ράματα ια τη ούνα σου
(1928)
Ράματα = κορδόνια, ούνα = γούνα
Η ράχη σου σε τρώει
(1928)
Το επιδιώκεις
Αθιβόλι είναι τ' αφτί του
(1924)
Σαν lιχνάρι παίρνει ότι ακούσει. “Καλέ να 'ναι αθιβόλι τ' αφτί του!”
Αλοίς του που πεινα και βούλεται χορτάση
(1925)
Βούλομαι = θέλω
Εθάρρειεν πώς ήτονε πλατανοκούβαρα
(1928)
Όταν κάνει κανείς μιά δουλειά και δεν είναι άξιος να τήν τελειώση, λένε: εθάρρειεν ο καμένος και φτός πώς ήτονε πλατανοκούβαρα = κάτι εύκολο
Δεν αρωτου μήτ' απεζό μήτε καβαλλάρη
(1928)
Δεν ακούει είντα του λέμε. Ό,τι του φανή κάνει
Δεν ηξαίρει να αξαμώνη κρίμας τα λεφτά που δώνει
(1924)
Αξαμώνη = σκοπεύη
Πάω να πω και λέσι μου
(1928)
Λέσιμου = μου λένε
Όντεν έχης πέντε κράθιε κι' όντεν έχης δυό ξαπόλα
(1929)
κράθιε = κράτα. Δηλαδή όταν έχης πολλά, μην τα σπαταλάς. Όταν έχης λίγα τίποτα πια δεν μπορείς να κάμης, λοιπόν χάλασέ τα όσο πιο γλήγορα μπορείς
Ο κλέφτης το εβέντισμα για παναΰρι τόχει
(1925)
Εβέντισμα = ρεζιλίκι
Τρύπα ίνηκε στον ουρανό!
(1925)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ολ΄οι χαρ εφάασι μας κι΄ήρθε κι ο παντέρημος ;
(1928)
Ερμηνεία: Το λέει αυτό κανένας όταν κάποιος κατ΄τερος τον θέλη να τον πηράξη ή να τον ζημιώση ή να τον κοροϊδέψη κ.λ.π.
Έλα μια λέω πως μαζώνει και φτος bόρτσες
(1925)
Γράμματα δηλαδή για τους πεθαμένους
Σκότωνε διαόλοι, πλέρωνε τζερεμέ
(1925)
Τζερεμές=φόρος
Με τα χείλια πόχω μετά κείνα σε φιλώ
(1925)
Μετά = με
Δεν έχει στο νήλιο μοίρα
(1926)
Αυτή τη φράση τη λέμε σαν είναι κανένας πολύ φτωχός
Που γράφ' ο Θιός αβράκωτο, ποτές βρακί δε βάνει
(1928)
Επέθανε bαλι το κοπελλάκι τση Κατερίνας, ω η καμένη, τρία κοπελλάκι 'χε τώρα;απεθαμένα. Μα που γράψ' ο Θιός αβράκωτο, ποτέ βρακί δε βάνει, λε ο λαός
Του γλήορου πουλιού η ούλα ώρα σκόλασε μα μερα δεν εσκόλασε
(1928)
Σκόλασε = έπαψε να τρώη δηλαδή
Έλα, πάππο, να σου πω τα ονικά σου
(1925)
Ονικά = γονικά
Που νου έχει, κι ανενού δεν έχει, κακή ώρα στο νου πώχει
(1928)
Όταν είναι έξυπνος κανένας κι ύστερα πάλι δεν κάνει καθώς πρέπει τις δουλειές του, κάνει τρέλλες, ξεχνά κάτι που πρέπει να κάνη κλπ
Είντα σου μαερεύγει το τσικάλι σου
(1928)
Τι σου μέλλει
Έβεντο ανεέλιο του κόσμου
(1924)
Έβεντο = Εντροπή
Αντίς να σέτ' ο άδαρος, σέται το σομάρι
(1925)
Σαμάρι. Αντίς να σε μαλώνω ω με μαλώνεις εσύ. Σομάρι = σαμάρι
Επά είναι μάλι που δεν τόχουν κι άλλοι
(1928)
Μάλι = πολύ πράμα
Βγάρ' τη σκούφια σου, βάρι μου ή βγάρ' το μαντήλι σου βάρι μου
(1928)
Όταν υβρίζεη η μία την άλλη, το λέει η τελευταία. Δηλαδή εάν έχεις περισσότερες βρισιές να σου πω. Αν είμαι για άτιμη, εσύ είσαι πιο άτιμη από μένα.
Αν είναι ρόδο ν' αθίση θέλει, κι αν είναι gαστρωμένη να ενήση θέλει
(1928)
Επί της αμφιβολίας
Βρέχει, βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς χερομυλίζει
(1928)
Όταν βρέχη λένε τα παιδιά
Πώχει μωρά και τζάτζαλα στο άμο ήντα θέλει;
(1928)
Άμο = γάμο
Φέθια βούδια τρών' οι λύκοι
(1928)
Ως μύτης βελόνας πράμα
(1928)
Ήφυε gαι διάκ gι ήκατσε στο καινούργιο σπίτι και δεν τζ' εδώκανε οι 'ονείς του ως μύτης βέλονας πράμα, παρά είνια μόνον οι τέσσερις τοίχοι μέσα
Που βαστά καλά βαστά
(1928)
Παραδείγματος χάρη: Έχω ενέχυρο κάτι αξίας χιλίων φράγκων έχω δώσει μονάχα πεντακόσες δραχμές και λέω: “Και ποτέ να μη μου τα δώση δε με κόφτει. Που βαστά καλά βαστά
Τα σκυλάκια με βαστούνε
(1926)
Όταν κουραστή κανείς από δρόμο και πονούνε τα πόδια του και δεν μπορεί να περπατή, λέμε πως τον βαστούνε τα σκυλάκια
Άδικον άλεσμα σ' άδικο μύλο
(1925)
Όντεν εσπούδαζες εσύ ήμουν εώ ξεσκολισμένος
(1928)
Ερμηνεία: Μη μου κάνης τον έξυπνο, μα πιο έξυπνος είμαι γω
Πιάνουν και τω αδάρων κέρατα και τω χοιρώ κουδούνια
(1925)
Πιάνουν = ταιριάζουν
Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλούνε
(1925)
Σα λένε αταίριαστο τίποτα, που μοιάζει πως είναι ψευτιά
Χίλια λόϊα έναν άσπρο
(1925)
Λόϊα = λόγια, άσπρο = παράς λεφτό
Λόϊα σου 'παν οι φκιωέρες του Χατζή οι θυατέρες
(1928)
Θυατέρες = αυτές είναι ακατάστατες, βρώμικες γι αυτό τις λέγανε έτσι
Ω Θεέ μου, και πως τα βαστάς τα παράστρατα!
(1928)
Φράσις χρονιασμένο δεν είν ακόμα και φοραί δαχτυλιδάκι! Ω Θεέ μου και πως τα βαστάς...
Πλατάνοι σηκώνει
(1928)
Με τη φράση αυτή εννοούν πώς είναι κουτός
Πούχαν τα μαλλιά τα 'χάσα gι οι κουτρούλιδοι τα 'πιάσα
(1928)
Κουτρούλιδο = οι μαδημένοι
Μέγας είσαι πλάτανε με τα πλατανόφυλλα!
(1928)
Το λένε για κοροϊδία, αντί του “Μέγας είσαι Κύριε!”
Του παπά το πετραχείλι ποταμός είναι και σύρνει
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε επειδή η παπαδωσύνη – ιδίως σε περασμένα χρόνια, είναι επικερδής δουλειά
Στου λωλού τα ένεια μαθαίνει ο μπαρμπέρης
(1928)
Ένεια = γένεια