Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10101-10200 από 10257
Θέλ' κι ο μούτσιος ψίχα καφέ κι η γάτα ψίχα ξίδι
(1922)
Εις την παιδιαί “αμάδες” ενίοτε σηκώνουν τις αμάδες και χωρίς να πέσει κάτω ο φίτσιος, όταν ο τελευταίος παίκτης δεν έχει καμίαν πιθανότητα ευτυχίας
Θώριε νούγια και παίρνε πανί, θώριε μάννα και παίρνε παιδί, θώριε αδερφό και παίρν' αδερφή
(1920)
Νούγια = νήμα λευκόν, χρήσιμον μάλλον ως στημόνι
Σάν δέν θέλ΄ς να θερίσης μάσε ρόβη
(1929)
Λέγεται επ΄ εκείνων, οι οποίοι ενώ έχουν μίαν καλήν εργασίαν, την αφήνουν για να βρουν άλλην ευκολώτερη, αλλ΄ αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να εργασθούν σε δουλειά ασυγκρίτως δυσκολώτερη της πρώτης. (Το μαζεύουν ρόβην ως ...
Όποιος θα κλέψη τον μιναρέ πρέπει να 'χη και το κελύφιν του
(1920)
Κελύφιν = κέλυφος, σκέπασμα του μιναρέ, είδος καμπαναριού των τζαμιών, λέξις τουρκική
Ο λαός και το περτίκιν και ο καλός ο νοικοκύρις τογ Γεννάρην χαίρουνται
(1924)
Εκφέρεται συνηθέστερον
Μ' ήλιου τα βάνου, μ ήλιου τα βγάνου, τί έχ' νι κι ψουφάν τα έρμα
(1922)
Με τον ήλιο τα βάνω στο μαντρί με τον ήλιο τα βγάζω τα πρόβατα, τι έχουν και ψοφούν; Ερμηνία : Ερωνεία αναφερόμενη εις οκνηρόν ποιμένα , μεταφερόμενη εις πάντα οκνηρόν, Η παροιμία αυτή λέγεται για οκνηρόν, όστις παρακινείται ...
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω κι αν κακοβόσκω χουμά πίνω
(1920)
Χουμάς, άλλως όρρος = το απομενόν μετά την πήξιν του γάλακτος εις τυρόν και μυζίθραν υδαρές γάλα
Καινούργο μ' κοσκίν, που κρεμάνω σε; και σαν παλόντς πα που σύρω σε;
(1929)
Ερμηνεία: Καινούργιο μου κόσκινο, που να σε κρεμάσω; και σαν παλιώσης που να σε πετάξω;
Το νερό 'ναι σ' το μουρτάρη κι' ότι θελ' αυτός θα κάμη
(1920)
Μουρτάρης = ο επιτιθέμενος η αναμιγνόμενος εις όλα τα ελεινότητας, σιχαμερός, βρωμερός, άθλιος
Σήκω, Διαμάντω μ', να πας για ξύλα. Δε μπορώ, μάννα μ', δε μπορώ. Σήκω, Διαμάντω μ', να πας για νερό. Δε μπορώ, μάννα μ', δε μπορώ. Σήκω, Διαμάντω μ', να σε παντρέψουμε. Χόποτας, μάννα μ', χόποτας!
(1928)
Λέγεται παροιμιωδώς προς άγαμον, όστις αποβλέπων ήδη εις εξεύρεσιν νύμφης παραμελεί τας εργασίας του
Έγεινε για τον πράτη
(1926)
Περί καχεκτικών και όλως λιποσάρκων
Με το χωριό μη πιάνεσαι, μηδέ με το Βακούφι, Τι του χωριού είν' αδικιά, του βακουφιού είνε κρίμα
(1926)
Διά του παροιμιακού τούτου τετραστίχου παρέχεται συμβουλή προς αποφυγήν δικαστικών διενέξεων και διαφορών με Κοινότητας, με Ναούς και Μονάς, ένεκα προσωπικών συμφεροντολογικών αιτίων, οίαι αι κτηματικαί και λοιπαί τοιαύται, ...
Έμεις σε γιορτάζομε τους Τουρνοβίτες βοηθάς;
(1929)
Διά της φράσεως πάντης παρεπονούντο ποτέ οι Λεσκατσίται προς τους Ταξιάρχαι, διότι εις μιαν επέτειον , καθ' ήν επανηγύριζε το Λισκάτσι, έβρεχε συνεχώς, ώστε ο κάτωθι αυτού ποταμός ήτο επί ημέρας αδιάβαλος, επειδή δε ήτο ...
Ας είν΄ καλά οι χριστιανοί που μας θρέφουν σα στραβοί και μας φέρνουν και το βιό τους και γαμώ το κιαρατό τους
(1928)
Τη λένε οι καλόγεροι για να σατυρίσουν την αφέλεια των χριστιανών που προσφέρουν τα έχοντά τους στα μοναστήρια
Τσ' έτον π' εφτώχανεν; Π' είχεν τα παιδία. Τσ' έτον π' επλούτυνεν; Π' είχεν τα παιδία
(1929)
Ποιός ήτανε που φτώχυνε; Όποιος είχε τα παιδιά. Ποιός ήτανε που πλούτισε; Όποιος είχε τα παιδιά
Εγόϊν του, που δεν έχει το Μάη κουκκιά και τον Αύγουστο σταφύλια
(1920)
Εγίϊν του = αλλοίμονόν του
Τα βάφ'ς, παπαρούνα, τα κόκκινα; -Τα βάφου, (απήντησεν η παπαρούνα) -Τα βάφ' ακόμα
(1927)
Τα βάφ' ακόμα=καίτοι παρήλθε τόσος χρόνος δεν έβαψε τίποτε
Άθρωπον τ' όνεμαν απ' όνταν θα εβγαίν' τ' ομμάτν' ατ' να εβγαίν' καλλίον εν
(1929)
Όταν θα βγη του ανθρώπου τ' όνομα, καλύτερα να βγη το μάτι του
Σαν πέρα δίπλα βάλτι τουν δεν ξέρου τι μη βρίσκει
(1925)
Η παροιμία προήλθεν εκ τούτου: Υπάρχει συνήθεια τον νεκρόν ιερέα να τον θάπτουν θρονιασμένον δηλ καθήμενον επί θρόνου. Η παπαδιά δεν επιτρέπεται να έλθει εις δεύτερον γάμον τότε. Λοιπόν: ρώτησαν νια βουλιά νια παπαδιά π' ...
Με τον κλεψίον να επέγ'νεν εμπροστά η δουλεία, οι πεντικοί πα θα εγίν'σαν. Με την καματερωσύναν πα να επέγ'νεν εμπροστά, οι μερμήκες πα θα εγίν'σαν
(1929)
Αν με την κλεψιά πήγαινε μπροστά η σουλειά, κάτι θα εγίνοντο κ' οι ποντικοί και με την φιλεργία αν πήγαινε μπροστά κάτι θα εγίνοντο και τα μυρμήγκια
Τι τρέχ΄ η μύτ΄ σ΄ γέρουντα; - Τρέχ΄ απ΄ του βοριά – Σι ξέρου κι απού τότι π΄ δεν τράβαϊ ου βουριάς
(1925)
Παροιμία λεγομένη διά τινα του οποίου αι προβαλλόμεναι δικαιολογίαι κ΄ προσχήματα δεν του απαλλάσσουν την κατηγορία δι΄ ελαττωματα ή κακίας τας οποίας έχει. Αίφνης δικαιολογείται της, ότι δεν μελετά διότι δεν έχει καλό ...
Το βρόντηξε
(1922)
Εχρεοκόπησε, καθ' όσον επί Τουρκοκρατίας ο μη έχων να πληρώση τοις πιστωταίς προσήρχετο εις την εκκλησίαν της ενορίας του και μετά την λήξιν της λειτουργίας εν υην αυλή αύτην εξωμολογείτο την ανέχεια ενώπιον των επιτρόπων ...
Η μάννα εν' γλυκύν κρασίν, έμνοστον παξιμάτιν, που πίν' ατο ξαι κι μεθύ, που τρώει α κι χορτάζει
(1929)
Η μάννα είναι γλυκό κρασί, νόστιμο παξιμάδι, εκείνος που το πίνει δε μεθά, που το τρώγει δε χορταίνει
Ου αγ΄ρουφάης έφαι, ου γουρ΄μουφάης έμ'νε
(1922)
Σημείωση: Αγ΄ρουφάης (αντίθ. Του γουρ΄μουφάης)
Τώρα θέλου γώ!
(1925)
Παροιμία που έμεινε στα γύρω μέρη της Αμπρακιάς – Αιτωλίας απ' το εξής περιστατικόν: Πήγαν οι Γκερτοβίτες να πάρουν νύφη στην Αμπρακιά, αυτή ήταν χαζή γυναίκα. Οι άλλες οι γυναίκες π' περίμεναν του σ'μπιθιρκό στο σπίτι τς, ...
Εγόϊν του του κεφαλά αν ην και με τα γένεια, και πάλι ξαναγόϊν του αν έχη και κοπέλια
(1920)
Εγόϊν = αλλοίμονον του
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας
Κρίμαν 'ς σο βούδιν τ' έσπαξα και 'ς σον γάμον εποίκαμ', πήραμ' τη λιροπρόσωπον, την αγγουρομυτίαν
(1929)
Κρίμα 'ς το βόδι που έσφαξα και 'ς το γάμο που κάναμε, πήραμε την ασκημομούρα, την αγγουρομυτού
Εγώ λέγ' άτον 'καλόερος είμαι 'κι ατός λέει με 'πόσα παιδία έεις;!
(1929)
Εγώ του λέγω “καλόγηρος είμαι” κι αυτός με ρωά “πόσα παιδιά έχεις;”
Κάθε αρνί απού τον ατσίποδα του θα κρεμαστή
(1920)
Ατσίποδας = το οστούν (μετά κρέατος) του αρνίου, το προς το οπίσθιον μέρος, αφ' όπου κρεμνούν τον μηρόν (μπούτην)
Τα στραβά μου παραθύρια, τα ντινέρια μου τα σιάζουν
(1920)
Ντινέρια = χρήματα (πιθανώς δηνάρια)
Ο άdρας με το τσουβάλι και η γυναίκα με το κουτάλι ξολοθρεύγειμ το σπίτι
(1920)
Ο άdρας να κουβαλή σπίτι του γέννημα με το τσουβάλι στο ροό (ροό το μέρος του σπιτιού που σωριάζουν το γέννημα, κι η γυναίκα να δώνη απ΄ όξω κρυφά απ΄ το άdρα της με το κουτάλι το γέννημα, πάλι η γυναίκα θα νικήση
Τον λύκον ετραυαγγέλιζαν κι ατός έλεεν 'του ποπά τ' αιΐδα ακιάν 'πάγ' νε
(1929)
Το λύκο τον χαρτοδιάβαζαν κι αυτός έλεγε του παπά τα γίδια εκεί ισαπάνω πάνε
Είνε για τα κούτσουρα
(1926)
Ομοία προς την ανωτέρω κατά την έννοιαν
Ο άντρας να κουβαλάη με το τσουβάλι, και η γυναίκα να βγάνη με το βελόνι, το κάνουν το σπίτι γιώτα
(1926)
Το αδειάζουν. Η σπάταλη γυναίκα είναι καταστροφή του σπιτιού
Ο καιρός πουλεί τα μήλα
(1929)
Ερμηνεία: Επί περιστάσεως η εποχής ευνοούσης την επιτυχίαν έργου ή την ευόδωσιν κέρδους ή επί πράγματος έχοντος αξίαν αναλόγως του καιρού
Δωδεκάχρονον κορίτσ' γιά 'ς σον άντραν γιά 'ς σον Αδ'
(1929)
Δώδεκα χρονών κορίτσι γιά 'ς τον άνδρα γιά 'ς τον Άδη
Κρυφός ποπάς 'κι γίνεται κι άν γίνεται πα 'κι λουτουργά
(1929)
Κρυφός παπάς δε γίνεται κι αν γίνη δε λειτουργεί
Καλομηνά πα είδα σε και το μυτί σ' ξαν ύλιζεν
(1929)
Και το Μάη σε είδα κ' η μύτη σου κάλιν έτρεχε
Σ' άντρα με μουστάκια και σε γυναίκα με βυζιά μη χάνης τα λόγια σου
(1926)
Περί του ότι ενήλικες δεν είνε επιδεκτικοί διορθώσεως δια συμβουλών
Ας σον κοντόν τον άρθεπον να φογάσαι όσον εν' απάν' τη γης, ατόσον εν' κι αφκά τη γης
(1929)
Από τον κοντό άνθρωπο να φοβάσαι, όσο είναι απάνω από τη γη, τόσο είναι κάτω από τη γη
Καλή αντάμωση στου Κρεββατά το χάνι
(1923)
Ο Κ. Νεστορίδης σημείοι ειρηνικώς , επί των αδυνάτων .
Ξυπόλητη σ' εκάτεχα κι' επάθιες τα χαλίκια, κι' εδά που καλικώθηκες ζητάς και σκολαρίκια
(1920)
κατιώ και κατέχω=ειξεύρω, γνωρίζω, χαλίκια και χοχλάδια=πετραδάκια, θάρια (άλλως βότσαλα), καλικώνομαι=φορώ καινουργή υποδήματα
Όπου ιδής κακή γυναίκα δύο φοραίς τήνε χαιρέτα, μη σιώση τη ποδιά τζη και σου πη τα γιβεντάν τζη
(1920)
Γιβέντα = ατιμίαι (λ.τούρη)
Ίσια καν' η γρα την πήττα κ' ίσια την πλακοπητταρίζει
(1920)
Πλακοπητταρίζω=Τύπλω διά των παλαμών την ζύμην, διά να κατασκευάσω την καλουμένην πλακόπητταν (άρτος άζυμος, είδος λαγάνας)
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)
Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι
Ο μακρολαίμης πετεινός 'ς το ματσιπέτι κράζειτο γίντεντό του δε θωρεί κι' άλλους καταδικάζει
(1920)
Ο μακρολαίμης ή σταβοράδης, γίβεντο = το άκρον δώμαλος τίνος, ματσιπέτι = ατιμία, εντροπή του
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός
Η λευτεριά βασίλειο καί η σκλαβιά καδένα καί διάλεξε, παιδάκι μου, από τά δύο ένα
(1920)
Καδένα = άλυσσος (δεσμά, ζυγός)
Άρπαξεν απ' άρπαξεν σουβλί σουβλί σουβλόρρριζα
(1920)
Σουβλί = μικρόν τεμάχιον εκ σιδήρου σουβλερόν (μυτερόν), όπερ μεταχειρίζονται οι υποδηματοποιοί όταν ράπτουν υποδήματα. Εννοείται μετά του ξύλου εφ΄ ου είναι στηριγμένον. Μόνον του λέγεται σουβλόρριζα
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν
Εγόγιαν του π' ανημένει σκουτελικό από τη γειτονιά και δείπν' από τη ρούγα. Ούλοι δειπνούν κι αποδειπνούν κ' εκείνος ανημένει
(1920)
Σκουτελικό = πιάτο (τρυβλίον), φαγητόν, (λέξ. ιταλ. εκ του σκουτέλι)
Ας γυρίσ' ο γάμος πίσω μα πλακόπητα gε να ζήσω
(1920)
Πλακόπητα = πήττα εκ ζύμης πεπιεσμένη ως πλάκα ην προχείρας ψήνουν αντί άρτου
Ακατάγνωτα εγ' ακαταγέλαστα
(1920)
Καταγνώννω = Καταγιγνώσκω τινός, κατηγορώ, καταγελώ
Ένα ήταν, τόφαϊ ου ράφτ' ς!
(1927)
Τό δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Μιά φορά έκαμα το λάθος, δεύτερον λάθος δέν κάμνω. Προήλθεν: Πρό πολλών ετών τούς ραφτάδες εντοπίων ενδυμάτων, π. χ. καπών κ.λπ., περιεπιούντο εις τά σπίτια πού τούς προσεκάλουν νά ...
Η πεθερά μ' πα έλεε 'νύφε, τ' οπίσ' πα νούντσο, ποίο και τα δουλείας ι σ' και το κουνί σ' πα κούντσο
(1929)
Καί η πεθερά μου έλεγε “νύφη, σκέψου και τα υστερινά, κάνε και τοίς δουλειές σου, κούνα και την κούνια. Κοτ. δεν πρέπει να παραμελήται η μία εργασία χάριν της άλλης
Άντρας – ι – μ' ας έν' στάπασης κι άν 'κ' έχ' τζοχάρα μ' έχ; χρωστεί και 'κι χρωστούν ατόν κι άν θέλη παίρει κι άλλα
(1929)
Ας είν' ο άντρας μου αρχιμεταλλουρός κι άν δεν έχη μετάλλευμα ας μην έχη, χρωστά και δεν τον χρωστάν κι αν θέλη παίρνει κι άλλα. Χαλδ. Επί του ζητούντος κενάς επιδείξεις δυσαναλόγους προς την οκονομικήν του κατάστασιν
Ας ούλων το καλόν το παιδίν κι ας ούλων ο κακόν άντρας
(1929)
Το καλύτερο απ' όλα τα παιδά κι ο χειρότερος απ' όλους τους άνδρες, Σάντ
Εθάρρ' να κάτ' είσαι καί κάτ' θά γίνεσαι, άμα νά τιδέν έσ' νε νά δέν θά γίνεσαι
(1929)
Θαρρούσα πώς κάτι είσαι καί κάτι θά γίνης, αλλά μήτε ήσουν τίποτε μήτε θά γίνης. Χαλδ. Επί του μή δυνάμενου ή μή θέλοντος νά προοδεύση
Άντραν κι άλογον πή 'κ' έχ' 'ς σην παρέβγαν έργον 'κ' έχ'
(1929)
Όποια δεν έχει άντρα κι άλογο δεν έχει δουλειά 'ς το κατευόδωμα
Η βούκα ντό 'κι θα έν' τ' εμόν ας τρώη άτο ο σκύλλον
(1929)
Η μπουκιά που δε θα είναι δική μου, ας την φάγη ο σκύλλος. Σαντ. Τραπ. Χαλδ. Είναι αδιάφορος η τύχη πράγματος, το οποίον δεν δυνάμεθα ν' αποκτήσωμεν
Τερ' το παιδί σ' και φα μικρόν βούκαν, τέρ' τον άντρα σ' και φα τρανόν βούκαν
(1929)
Κοίταξε το παιδί σου και φάγε μικρή μπουκιά, κοίταξε τον άντρα σου και φάγε μεγάλη μπουκιά
Ας ση γειτονεία σ' σύντροφον κι ας σ' οσπίτι σ' αζούχ!
(1929)
Από τη γειτονειά σου σύντροφο κι από το σπίτι σου εφόδια πάρε
Ας σ΄ ένοιξα τ' αυλάκ, ένοιξες κ' εσί τ' ομμά τα σ'
(1929)
Αφού άνοιξα εγώ τ΄ αυλάκι, άνοιξες κ΄ εσύ τα μάτια σου
Βοσκά, γρούνα μ' τι γαϊδούρα μ' νη να ιδούμε ποιόν θα σαμαρώσουν
(1925)
Νιά βουλά έβουσκι σ' ένα λ'βαδ' νιά γρούνα κι νιά γαϊδούρα κι φιλουνεικούν σαν ποιά απ'τα δυό θα φυβγ' πρώτ' δηλ. ποιά θα χρειαστή ου αφέντς μπροστά για να σαμαρώσ' κι να τ' φουρτώσ' . Η γρούνα τότε είπε τα παραπάνω.
Η κοσσάρα πα όταν πίν' τερεί και 'ς σον Θεόν κι αν!
(1929)
Η κόττα πίνει και κοιτάζει 'ς το Θεό
Άλλοι κάμουνε 'ς σόν ήλον κι άλλοι τρώγουν 'ς σή λιβόρραν
(1929)
Άλλοι δουλεύουν 'ς τον ήλιο κι άλλοι τρώγουν 'ς τον ήσκιο
Δί' δί' το γάλαν και υστερία χτυπά και ξαν' ατό
(1929)
Δίνει δίνει το γάλα και κατόπι χτυπά και το χύνει.Κερ. Επί του ευεργετήσαντος μέν, αλλά προξενήσαντος διά βλάβης λήθην της ευεργεσίας. Παραλλαγαί: Δι' το γάλαν κ' επεκεί χτυπά κλπ. Κερ. Δί το γάλαν κ' επεκεί κρούει κλπ. Χαλδ
Ας σο δικαστήριον π' εβγαίν'νε που κερδίζ' με τ' έναν καμισ' και που χάν' χωρίς καμισ' απομέν'
(1929)
Λόσοι βγαίνουν από το δικαστήριο εκείνος που κερδίζει με ένα ποκάμισο μένει κ' εκείνος που χάνει χωρίς ποκάμισο
Δώσ' εμέν, δώσ' και το παιδί μ' κι άντρας-ι μ' πα 'ς σήν πόρταν οπισκιάν' στέκ'
(1929)
Δώσε εμένα, δώσε του παιδιού μου και ο άντρας μου στέκεται πίσω από την πόρτα
Από μάννας 'κ' εγέλασα κι από κυρού 'κ' εχάρα κι από τη χώρας το παιδίν καλόν ημέραν 'κ' είδα
(1929)
Από μάννα δε γέλασα κι από πατέρα δε χάρηκα κι από το ξένο παιδί καλή ημέρα δεν είδα
Ας σή τζιτζί σ' το κουδούκ' έκοψες κ' εδέκες με
(1929)
Από τή ρώγα του βυζιού σου έκοψες και μου το έδωσες
Σκλάβα με θωρείς και παρθενιά γυρεύεις;
(1923)
Η λέξις ενταύθα την εξ αιχμαλωσίας η αγοράς δούλην τουρκικης οικογένειας, Η τελευταία συναπτει μετά της φιληδονίας και την ύβριν του τουρκου προσ τον ίδιον οίκον, του οποίου το υπηρετικόν προσωπικόν δεν δύναται να εργάζεται ...
Πάππο μ', το μυτί σ΄ υλίζ'. Υιέ μ', χειμων'κός έν. Αρ' εγώ την άνοιξιν πα εξέρω σε
(1929)
Παππού μου, τρέχει η μύτη σου – Γιε μου, είναι χειμώνας – Μα εγώ σε ξέρω κι από το καλοκαίρι
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήραν gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα δε να 'πάρης
(1928)
Άμα καμμιά κάνει κάτι που δεν της ταιριάζει ενώ ταίριαζε σε κάποιαν άλλη ή σε κάποιον άλλο δεν τόχε κάνει
Ο γέρως όπου 'πόθανε 'ς τη Μεσαρά γυρίζει κ' η γράν του τον ανήμενε κουκιά τονε ταϊζει
(1920)
Ταϊζω = τρέφω, σιτίζω τινα
Η κοσσάρα 'ς σην αυλήν καλεμέντσα ας εν 'κι αν θελτς κι ας μ' ωβάζ'
(1929)
Η κόττα 'ς την αυλή ας είναι όμορφη κι αν θέλη ας μη κάνη αβγά
Όποιος εξέσυρε, τον κάτη ηύρε κ΄ έφαε, κι απού δεν εξέσυρε, κάτης τον έφαε
(1920)
Εξέσυρε = Κινούμαι, περπατώ
Πόσοι οθροί δε φαίνουνται σαν μπιστεμμένοι φίλοι κ΄έχουν το διάολο ΄ς τ΄ασκί τη ζάχαρη ΄ς τ΄αχείλι !
(1920)
Ορθός = οι εχθροί, Ασκί = Ασκός (τουλούμι)
Σαν το θέλη το γουλί μου, πως θα κάμω για την ψυχή μου;
(1920)
Γουλί=η κοιλιά μου, η όρεξίς μου.