Αναζήτηση
Αποτελέσματα 10001-10100 από 10257
Ίδε τσιοπάνης στα βουνα ιδε γιωργός στους κάμπους η πουλια βασιλεύοντα και πίσω παραγγέλνοντα: μισόφαες μισόσπειρες μισοκονόμα να χης
(1920)
Η πουλια βασιλεύει στη κοσιμνιά του Νοέβρι και τ' Άϊ Κωσταντίνου βγαίνει φτου πάνω στην ανετολή. Έξι μήνες γιομίζει κι έξι μήνεςε σώνεται. Δεν ακούς που λέει και το τραγούδι
Αγάν εζητούσαμε και γιουμπρουκτσή ευρήκαμε
(1923)
Αγάδες ελέγοντο ως γνωστόν οι στρατηγοί (εξωτερικοί αγάδες) και οι αυλικοί (εσωτερικοί αγάδες). Υπό του ελληνικού όμως λαού ωνομάζοντο όλοι οι Τούρκοι στρατιωτικοί
Άε Βαρβάρα χόνιξον κι Άε Νικόλα φούρκ'σον και τ' Άε Σάββα την βραδήν τρανόν φουρτούναν ποίσον
(1929)
Αγιά Βαρβάρα χιόνισε κι Άη Νικόλα πνίξε και του Αγιού Σάββα τη βραδιά μεγάλη φουρτούνα κάνε...
Επί της κακοκαιρίας κατά την 4ην, 5ην και 6ην Δεκεμβρίου...
Επί της κακοκαιρίας κατά την 4ην, 5ην και 6ην Δεκεμβρίου...
Σαν κάμη ο Μάρτις δυό νερά κι' Απρίλις άλλο ένα, θα δης κουντούρες σαν παιδιά, και πίττες σαν αλώνια
(1926)
Κουντούρα = η βότρυς, η κουρβούλα, υπόδημα παλαιόν κοντόν του οποίου η χρήσις βαθμηδόν εκλείπει. Ίσως έντευθεν ελήφθη το τουρκ. Kundur το οποίον εσχέτισαν προς το ιτ. Coturno (βλ. Meyer, Turkische Studien 1, 53)...
Βεζίρης έγινες, αλλ' άνθρωπος δεν έγινες
(1923)
Η δευτέρα και η τρίτη προήλθον δια μεταφράσεως εκ των τουρκικών : 1) Τιούρκ dανισ' μεντ ολούρ, αdάμ ολμάζ και 2) Όλλούμ, πασ'ά ολdούν, λάκιν αdάμ ολμαdούν, εις τας οποίας υπόκεινται ο γνωστός μύθος του Τούρκου, όστις γενόμενος Βεζίρης (πασάς κατά...
Παιδί μου, πασάς έγινες, αλλ' άνθρωπος δεν έγινες
(1923)
Λαογρ. 71...
Η δευτέρα και η τρίτη προήλθον δια μεταφράσεως εκ των τουρκικών : 1) Τιούρκ dανισ' μεντ ολούρ, αdάμ ολμάζ και 2) Όλλούμ, πασ'ά ολdούν, λάκιν αdάμ ολμαdούν, εις τας οποίας υπόκεινται ο γνωστός μύθος του Τούρκου, όστις γενόμενος Βεζίρης (πασάς κατά...
Η δευτέρα και η τρίτη προήλθον δια μεταφράσεως εκ των τουρκικών : 1) Τιούρκ dανισ' μεντ ολούρ, αdάμ ολμάζ και 2) Όλλούμ, πασ'ά ολdούν, λάκιν αdάμ ολμαdούν, εις τας οποίας υπόκεινται ο γνωστός μύθος του Τούρκου, όστις γενόμενος Βεζίρης (πασάς κατά...
Να 'χαν τρύπιο τα πλευρά της να βλεπες τα σωτικά της
(1921)
Εννοεί κυρίως την φιλότιμην κόρην, ήτη εσωτερικώς πάσχουσα δια λόγους ηθικούς και όμως εις τα ματια των ανθρώπων προσπαθεί να φαίνεται χαρίευσα.
Σαν την αλεπού με τον λαγό το παθές
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε άμα σε ξεγελάσει ένας άνθρωπος.
Είπαν σ' έναν νιά βουλά πόλειπε απ' τό γάμο του. Έλειπες απ' τό γάμο σου! Δέν έλειπα απ' τό γάμο μου, έλειπα απ' τή δουλειά μου
(1927)
Λέγεται πρός τινά, όστις απουσίαζε από εργασίαν επιβαλλομένων εις αυτόν καί επείγουσαν, διότι ήτο απησχολημένος περί άλλα
Γι αρριβώνα τσι του τσ' κάλι θέλι ανάgασ' η μιγάλι
(1929)
Τσ' κάλι = τσουκάλι, τα γνωστά πήλινα αγγεία, που μαγειρεύουν μέσα οι χωρικοί τα όσπρια. Όπως λοιπόν το τσουκάλι για να βράσει πρέπει να εξαναγκασθεί γι' αυτό δηλ. Απαιτεί διαρκή επίβλεψη και προσοχή, έτσι και κείνοι πόγουν ...
Πήρε τα παπουτσια του
(1927)
Ερμηνεία: Ενταύθα υπόκειται η εικών ανθρώπου, όστις μέλλων να εξέλθη του οίκου, λαμβάνει κατά παλαιόν έθιμον τα υποδήματα, οίτινα παρά την θύραν είχεν εκβάλλει, και απέρχεται. Δεν είναι εν τουτοις απίθανον εις τινα μέρη η ...
Όλον το τέρτι μ' τ' αντρού μ' ο θάνατος
(1929)
Όλος ο καημός μου του αντρός μου ο θάνατος
Άλλα ν' τα γράμματα κι' άλλ' ειν' η γνώμη
(1926)
Περί του οτι προε μόρφωσιν και τελειοποίησιν του ανθρώπου απαιτείται μεν και η μάθησις, αλλ' απαραίτητον να συνεπικουρή και νούς υγιής. Οι αρχαίοι έλεγον : Δεί δη γράμματα μαθείν και μαθόντα νούν έχειν
Τόβαλαν τ΄ θ΄λιά στον λιμό
(1923)
Δηλαδή εκβιάζουν να παραδεχθή εκείνο, το οποίον δεν θέλει ή δεν πιστεύει. Η μεταφορά προήλθεν εκ τούτου. Εάν θέλουμεν να συλλάβωμεν ζώον (οίον ημιόνον, ίππον) βόσκουν ελεύθερα, προσεγγίζομεν αυτό με το δέλεαρ (ολίγων τροφών, ...
Απού τον αγάπουν τογ καλόμ μου τζ' είχα τομ πολλά στην έννοιαν, πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον είδ' αν έσει γένεια
(1920)
Ερμηνεία: Επί των αδιαφορούντων δια τους στενούς συγγενείς και στενούς φίλους και επί των δεικνυόντων άγνοιαν δια τα αφορώντα τους συγγενείς και φίλους των
Όπου φάει μπρός, λυπάται πίσω, κι' όπου μεθύσει βερεσέ, πλερώνει δυό φορές
(1920)
Δηλαδή, όποιος φάει βερεσέ μπροστά, λυπάται έπειτα, άμα περάση πιά εκείνη η μέρα να πλερώση, γιατί ύστερα πιά τού φαίνεται ότι τα δώνη τζάbα τά λεφτά καί τού φαίνουdενε ξυνά, όποιος δέ δέν πλερώση αμέσως τόν dαβερνάρη όταν ...
Απόψε με τον άνεμο κι αύριο με τον άγορα
(1928)
Ερμηνεία: Το λένε για έναν περασμένον στην ηλικία που θέλει παντρειά στα γέρα
Πήρι βάϊα αυτός!
(1923)
Δηλαδή, ερωτοπαθεί με σκοπόν γάμου (Αι νύμφαι προσφέρουν τους κλάδους των βαΐων εις τον ναόν κατά την Κυριακήν των Βαΐων. Το έθιμον το υποθέτω αρχαιότερον του Χριστού, αφού έχει να κάμη με την δάφνην (νύμφη Δάφνη). Και απ' ...
Έχει κι' αγάπη 'νιούς ριαλιού (νόμισμασ) κι έχει και δυό 'ς τό 'ριάλι
(1920)
Ριάλι= νόμισμα τουρκικόν. Άλλως γρόσι
Αγάπ' σ' να έτον κι απ' αρχής, ν' εκράν'νεν κι το τέλος (μακάρι να ήταν η αγάπη σου από την αρχή, να βαστούσε ως το τέλος)
(1929)
Επί οψίμου και προσωρινού ενδιαφέροντος
Εθαρρείς κι τ' Αεργί το φούστρον
(1929)
Νομίζεις πως είναι τ' Άη Γιώργη το σφογγάτο
Επιασα να ξανασάνω κι ήβρα μαλλιά να ξάνω αχ! Η λιάρα η γίδα
(1927)
Ερμηνεία: Λέγεται, όταν θέλοντας κανείς να αναπαυθή πέφτει σε βαρύτερη δουλειά άθελά του
Γέροι θέλουν χαϊδέματα, αγάδες θέλουν άσπρα (Λαογραφ. Αρχείον. Εκ Γορτυνίας (3)
(1923)
Πρός τους επιδιώκοντας να επιτύχωσι τι.
Όσο πατείς την έχερη τ' αλέτρι χαμηλώνει κι' όσο γρινιάς τσ' αγάπης σου τόσω κοντά σιμώνει
(1920)
Έχερη= το τιμόνι του αρότρου, όπερ κρατεί ο οργώνων την γην και διευθύνων το άροτρον. Αλέτρι= άροτρον
Όποιος θέλει ν' αγαπήση, πρέπει να κακοπαθήση, και τ' άσπρα του να μην τα άσπρα του να μην τα ντουσουντίση
(1920)
Ντουσουντίζω= σκέφτομαι, διανοούμαι (λέξ. ιταλ. sic)
Η γουρούνα γάλι γάλι και τα γουρουνόπουλα πιλαλώντας, μαζί το βράδυ θα πάνε στο χωριό
(1926)
Οι πολύπειροι λίγο και οι πρωτόπειροι πολύ και άσκοπα εργαζόμενοι, την ίδια δουλειά κάμνουν
Γι αλιπού κατό χρονού, τ' αλιπέλη κατό δέκα
(1929)
Ερμηνεία: Η παροιμία είναι πολύ γνωστή καθώς και οι περιστάσεις που τη μεταχειριζόμαστε. Θα αναφέρουμε μονάχα τι λέει γι αυτήν και πως την επεξηγεί ο λαός.
Τάϊζε με και μένα λάδι κι ας τονε κι ας αλλαργάρη
(1927)
Διάλογος αφεντικού, κυρίου και του σκύλου του.
Ο αφεντικός λέγει προς τον σκύλλον του: - όντε τρώς ολαγος φύτρο πέντε οργυιές πάει το μπήγο.
Σκύλος:- Τάϊζε με και μένα λάδι κι ας τονε κι ας αλλαργάρη.
Φύτρο: Περιληπτικώς ...
Αν βρέξη ο Μάρτις δκυό νερά και Απρίλλης άλλον έναν και ακύμ αδ δόξη και του Μά και μυλλοψιχαδίση αξίζει και ταμάξιν του και τον αμαξηλάτην
(1924)
Μυλλοψιχαδίση= Ρίψη ψεκάδας
Η νύφη μας κι αν κουρευτή, ο γυιός μας να μας ζήση!
(1926)
Λέγεται επί συνοικεσίων αποδειχθέντων εξ των υστέρων δυσαρμόστων, των γονέων του γαμβρού ευχομένων να ζη ο υιός των, δυνατός δια δεύτερου γάμου να εύρη την συζυγικήν ευτυχίαν, και αδιαφορούντων εάν η νύμφη των “πομπευθή”
Αντίς να με φάη ο τσάκαλος, κάλλια να με φάη ο λύκος
(1926)
Ερμηνεία: Επί δύο καταστάσεων δεινών, οπόε προς περίσωσιν της φιλοτιμίας του προτιμά τις να υποκύψη εις το καταφανώς ισχυότερον
Γέρος τράος 'ς το κουράδι και νειος εις το τσεγγέλι
(1920)
Τσεγγέλι = μεγάλοι κρίκοι ανοιωτοί προς τα κάτω, εν οις κρεμάζουν κρέας
Παίρνε το γάμπα όντεν είναι ευγιά κι΄όντε βρέχει ξιά σου
(1920)
Γάμπα = χλαίνη, καπότο, κάπα
Αν ακούης τους Τούρκους, βάϊ στους Ρωμιούς, αν ακούης τους Ρωμιούς, βάϊ στους Τούρκους
(1923)
Εκ της αντιθέσεως των θρησειών μετηνέχθη εις τους μεταδίδοντας ειδήσεις εναντίας αλλήλαις.Δια της πρώτης παροιμίας δηλούται η ζωηρά αντίθεσις μεταξύ Ελλήνων(Ρωμιών) και Τούρκων εις ότι αποτελεί την ζωηροτέραν
Ήντσαν εβγαίν' και πορπατή για κάτ' ευρήκ' και τρώει άτον για κάτ' ευρήκ' και τρώει
(1929)
Όποιος βγαίνει και περπατεί ή κάτι βρίσκει και τον τρώγει ή κάτι βρίσκει και τρώγει
Τη γυναίκαν είπαν ατεν ο γουρζουλάς παιδιά μοιράζ''. Τ' εμόν μ' επαίρ'νεν' είπεν και τ' εκεινού λαζούμ' κ' έτον'
(1929)
Είπαν 'ς τη γυναίκα η πανούκλα μοιράζει παιδιά. Μακάρι να μη μου έπερνε το δικό μου, είπε και το δικό της δε μου χρειάζεται
Απου ράφτει και ξεπαραλεί κι' απου χαλά και χτίζει, μούδ' η δουλειά του φαίνεται μούδ' όφκερος καθίζει
(1920)
Ξεπαραλώ = ξυλώνω ύφασμα τι ή υπόδημα τι εξάγων της κλωστήν της ραφής
Αχ πουλί πουλάκι μου, ώστε να 'χε σε πάρω. Κι' απόις τάκα κουρκουνιές ώστε να σε ξεβγάλω
(1920)
Κουρκουνιές = Χτύπους, ξύλον (αικίαι)
Βάνει κ' η κοσκινού τον άντρα τση με τσοι πραμματευτάδες
(1920)
Κοσκινού = η μεταχειριζομένη το κόσκινον (είδος εργασίας), πραμματευτάδες = έμποροι, οι πραγματευόμενοι
Τον Απρίλη και το Μάι – Το αμίλητο μουνί φαραμονάει, Έλα μου το θεριστή – Το έρχεται να βρου – βουρλιστή, Έλα μου τον αλωνάρι – Του έρχεται να φάη, χορτάρι, Έλα μου τον Αύγουστο – Έλα πούτσο γάμησ΄το, Έλα μου τον τρυγητή – Μπεζοβγαίνει η ψωλή
(1920)
Άσεμνος παροιμία. Εκ στατιστικών αποδείχθη ότι αι περισσότεραι συλλήψεις γίνονται την εποχή ταύτην: διότι άπασα η φύσις είναι ζωηρά τότε, αι δε κλαψιγαμίαι γίνονται τον τρυγωτή και στις ολονυχτίαις διότι τότε δίδεται καιρός ...
Πορεύγεται η γι' όρθα μου από τα πίτεράν τση ετσά πορεύγομαι κ' εγώ από την αφεδιά σου
(1920)
Αφεδιά σου = από σενα
Ο λαός και το περτίκιν και ο κακός ο νοικοκύρις τογ Γεννάρην χαίρουνται
(1924)
Διότι ο νοικοκύρις θωρείται καλός, όταν είναι προνοητικός και φροντίζει εγκαίρως δι' όλα τα χρειώδη του οίκου του χωρίς να είναι υποχρεωμένος, μέσα εις το αφφάλιν του χειμώνα, ως αποκαλείται ο Ιανουάριος, να τρέχη δεξιά ...
Σύ του κάν'ς σάν τη παροιμία Ιτούτου να μου του δίν'ς κι' κείνου να' μ' του χαρίζεις κι' τάλλου είνι δικό μ'
(1925)
Παροιμ. Λεγομένη πρός τινα όστις τα θέλει όλα δικά του
Με ξένα κόλλυβα μνημονεύει τον πάππο του
(1929)
Ερμηνεία: Επί του θέλοντος να επιδειχθή δια δαπάνης άλλου
Ρώτ'σουν του διάολου, που μπουρεί να τουν βρουν, κι τς είπι, ή στου φύλλου τς λεύκας ή στου καϋμάφ΄τ΄παπά
(1923)
Ερμηνεία: Λέγεται δια το ότι πιστεύοντας ότι οι ιερείς είναι περισσότερον δύστροποι και ελαττωματικοί των λαϊκών
Η κορώνα 'ς σην Άσπρη θάλασσαν πα αν πάη τ' ωβά 'τ'ς μαύρα είν'
(1929)
Ο κόρακας και 'ς την Άσπρη Θάλασσα αν πάγη, τ' αβγά του μαύρα είναι
Εγώ κρέας αν 'κ' έφαγα, 'ς ση βουδί 'τη ράχαν είδ' ατο
(1929)
Εγώ αν δεν έφαγα κρέας, 'ς του βοδιού τη ράχη το είδα
Ως που να ποδέσω το 'να γένεται μεγάλο γιόμα ως που να ποδέσω τ' άλλο βγαίνει τ' αστέρι το μεγάλο!
(1924)
Γιόμα = 10 π.μ., τ' αστέρι το μεγάλο = εωσφόρος
Αφέντες παππά, πάρ' τα ίγκλιασου και τα παραΐγκλια σου και κείνο που κουναει και βρωμάει κι' έλα να δώση, αδχεί τας κοντύλας!
(1924)
Σκωπτ. Ανέκδοτου Γελλινικτών κατά Καφνωτών
Σαν της ζάβ'τσας του δρόμου
(1927)
Πώς τα περνάς; - Σαν της ζάβτσας του δρόμου=τα περνώ αθλιώτατα
Μάθε, κόρη, την αγρυπνιάν και την κακοπειρίαν κι όταν θα πας 'ς τα πεθερ'κά σ' να είσαι μαθεμέντσα
(1929)
Όταν θα πας 'ς τα πεθερικά σου να είσαι μαθημένη
Ο ξένος με τα χέρια και ο νοικοκύρης με τα ποδάργια, η δουλειά του νοικοκύρη γίνεται καλλίτερα
(1926)
Δηλαδή έκαστος εξυπηρετεί πάντοτε επωφελέστερον και καλλίτερον τα συμφέροντά του, έσω και αμελώς εργαζομένους, ή ο οιοσδήποτε ξένος και μίσθιος
Ο λύκος κι' αν εγέρασε κι' άλλαξε το μαλλί ντου, ούτε ντη γνώση ντ' άλλαξε ούτε ντη γκεφαλή ντου
(1929)
Παραλλαγή: Ο λύκος την τρίχα αλλάσσει την δε γνώμην ουκ αλλάσσει
Εκυλίαν τ' αχούλα κι ο παλαλόν πα τ' εκεινού τ' αχούλ' έτρεξεν επίασεν
(1929)
Σκόρπισαν τα μυαλά και ο παλαβός το δικό του μυαλό έτρεξε κ' έπιασε
Ας σην τάβλαν άλογον κι ας σον χορόν κορίτσ' μη παίρτς'
(1929)
Μη παίρνης άλογο από το στάβλο και κορίτσι από το χορό
Άλλη δόξα ηλίου και άλλη δόξα σελήνης
(1929)
Επί προσώπων και πραγμάτων ασυγκρίτων κατ' αξίαν
Έμαθεν η γραία 'ς σα σύκα, θα τρώη και τα συκόφυλλα
(1929)
Συνήθισε η γριά 'ς τα σύκα, θα φάγη και τα συκόφυλλα
Αφ' φάη σκατά η κατσικορώνα, η θάλασσα εν ιξημαρίζει
(1924)
Με το να υβρίση κακόγλωσσος τις και υβριστής (κατσικορώνα) άλλον τινά ευϋπόληπτον (θάλασσα), ούτος ουδόλως ατιμάζεται ούτε μειώνεται η τιμή του. Ανάλογοι και οι παροιμ. “πάνω 'ςτο γιαλίν τίποτ' εν κολλά”, “ο λόγος ο άσχημος ...
Καλλιά 'ν' η μπούκα του κιανούς παρά και του παιδιούν του
(1920)
Μπούκα = Στόμα (λέξις ιταλική)
Από πουρνού οντές σκούσαι, σιφτέν τον γειτονά σ' ελέπ'ς
(1929)
Το πρωί που σηκώνεσαι πρώτα τον γείτονά σου βλέπεις
Άσπρος γεννάται ο κόρακας και κόκκινος μαλλιάζει και μαύρος καταστένεται και του κυρού του μοιάζει
(1920)
Καταστένεται = καταντά
Τετράδη και Παρασκευή τα νύχια σου μη κόψης. Την Κυριακή να μη λουστής, αν θέλης να προκόψης
(1926)
Ευνόητος ή απαγόρευσις του λουσίματος εν ημέρα Κυριακή δια την αργία. Αλλά διατί η απαγόρευσις της περιποιήσεως των ονύχων κατά Τετάρτην και Παρασκευήν. Ως γνωστόν, ημέρα αποφράς γενικώς θεωρείται η Τρίτη
Του λείπει η μάννα, δεν του λείπει λανγκιόλι
(1926)
Λέγεται περί τών εις μέγαν βαθμόν ανοηταινόντων
Καλόν τυρίν 'ς σου σκύλλ' τ' αγγείον
(1929)
Καλό τυρί 'ς του σκύλλου το τουλούμι
Τα πλούτ' αν παν' εις τα παιδιά, δε φτάνουν εις τ' αγγόνια
(1926)
Δηλούται διά τής παροιμιώδους αυτής φράσεως η αστασία τών επιγείων αγαθών, ως και αι οικονομικαι μεταπτώσεις, αίτινες πάντως θά συμβώσιν εν εκάστη οικογενεία, μή διατηρουμένου εν αυτή του πλούτου πέραν τής τρίτης γενεάς
Από τη μιά μεριά λέει τσώπα κι από την άλλην κούτσι
(1926)
Περί των υποκριτικώς φερομένων
Και τα πολλά να τα ζητάς και τα λίγα μην τ' αφήνης
(1926)
Παραπλησία η παροιμία προς την των αρχαίων νουθεσίαν: Στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα βελτίω
Κάθετ' η πομπή 'ς τη δέβαν κι' αναθήκει τους δαβάτας
(1929)
Κάθετ' η πομπή 'ς τη διάβα και περιπαίζει τους διαβάτες
Βγαίνει κάθαρος σαν το νερό της Λειτουργιάς
(1926)
Επί των υποκρινομένων αθωότητα και προσπαθούντων ν' αποδείξωσι εαυτούς, παρά την αλήθειαν ως τιμίους και ακηλιδώτους ενώπιον των άλλων
Το ήμερο αρνί βυζάνει δυο μανάδες, το άγριο ουδέ τη δική του
(1926)
Περί του ότι οι ήπιοι χαρακτήρες δια τψν καλών τρόπων επιτυγχάνουσι περισσότερα ή οι τραχείς και απότομοι
Τι να σ΄ θ΄μηθώ, κριμμιδάκι μ΄ τζ καούρα σ΄ ή τ΄ μυρ΄διά σ΄
(1923)
Δηλαδή ουδεμίαν αρετήν ευρίσκω εν σοί. Σε εδοκίμασα. Πάντοτε κακίαν εύρον και τούτα τας εδοκίμασα. Π.χ. Παρήτησα την σύζυγόν μου λόγω των μεγάλων ελαττωμάτων της. Φίλος της με προτρέπει να την παριμαζεύσω. Δύναμαι να του ...
Μεγάλος είν' ο πλάτανος και κάνει και κουβάρια, μικρός είναι κι αγκάραθος και βγαίνει και τ' αμμάθια
(1920)
Αγκάραθος = Είδος φυτού ακανθώδου
Που πήρε χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν στο διάολο κ' η κακουδιά του μένει
(1920)
Πέρπυρα = νόμισμα (χρυσούν) Βενετικόν, κακουδιά = κακή, άσχημος
Είπαν τον λύκον 'δέβα ωρία τη ποπά τα πρόγατα' κ' εκείνος χογκόορ χογκόορ έκλαιε. 'Γιατί κλαίς;' είπαν ατόν- 'Και γιάμ εν' ψέμα;' Είπεν
(1929)
Είπαν 'ς το λύκο “πήγαινε να φυλάξης του παπά τα πρόβατα” κ' εκείνος έκλαιε. “Γιατί κλαίς;” του είπαν- “φοβούμαι μήπως είναι ψέμα” είπε. Κοτ.
Θέλ' γαμπρό μι μάτια κι αυτός
(1922)
Ερμηνεία: Όταν της ζητής φαγητά σπάνια η εν γένει πράγματα δύσκολα ή αδύνατα, του δίδεται η ανωτέρω απαίτησις. Φαίνεται ότι η παροιμία προήλθεν εκ τούτου, ότι κατά τους παλαιότερους χρόνους ο γαμπρός ουδέποτε εσήκωνε μάτια ...
Απ' όξω 'τον μπελά μπελά κι' από μέσα δεν εφέλα
(1920)
μπέλα= ωραία (λεγ. Ιταλ. Καλή), δεν εφέλα= δεν εχρησίμευε, φελώ= οφελώ, χρησιμεύω
Συ, θέλ'ς γαμπρό μι μάτια!
(1922)
Ερμηνεία: Όταν της ζητής φαγητά σπάνια η εν γένει πράγματα δύσκολα ή αδύνατα, του δίδεται η ανωτέρω απαίτησις. Φαίνεται ότι η παροιμία προήλθεν εκ τούτου, ότι κατά τους παλαιότερους χρόνους ο γαμπρός ουδέποτε εσήκωνε μάτια ...