Αναζήτηση
Αποτελέσματα 6401-6500 από 6601
Σπιτο(γ)υρίστρα παστρική μουρκοτοφλύτρα νυστική
(1891)
Ερμηνεία: Το τριβλίον περιλείχειν άσμενος
Όποιος πορπατεί, σκιάν αγκάθθα θα του μβη
(1891)
Ερμηνεία: Οι κοπιούντες ωφελούνται
Τ' αυγά δε βάφουνται με τες πορδές
(1891)
Ερμηνεία: Επί ματαιοπονούντων εις δυσεπίτευκτα
Πέφτω στα άταφα (ή άνταφα)
(1890)
Ερμηνεία: Πέφτω στα βαθειά, χάνομαι : “ο τάδες πολιτικός έπεσε στα άνταφα” έχασε την επιρροή του, τους φίλους του
Επαίξανε το κακογειτονίκι (αυτοί οι δύο)
(1890)
Ερμηνεία: Εμαλλώσανε αναμεταξύ τους για ένα πράμα
Τετράδη και Παρασκευή μήμ πλένης τα σκουτιά σου
(1893)
Τών αρρώστων μοναχά τά πλένουν τήν Παρασκευή
Οχ, καϋμένε έσπασες τημ πέτρα
(1893)
Ερμηνεία: Αστεϊσμός εις προσκόπτοντας και πίπτοντας ή μωλωπιζομένους
Προυσώρας υπαντρεύτηκα κι γέρασα μι ταύτη
(1893)
Ερμηνεία: Ο πράττων τι προς ώραν και ούτω σκεπτόμενος ανεπαισθήτως διατελεί πολύν χρόνον τουτο πράττων
Περασμέν' βρουχή, κάπποι δε χρειάζιτι
(1893)
Ερμηνεία: Όταν το κακόν παρέλθη, ουδεν ωφελεί η φύλαξις
Τουν φρουνίμουν τα πιδιά, πριν πεινασουν, μαγειρεύουν
(1893)
Ερμηνεία: Οι φρόνιμοι προνοούσι μη συμβή τι κακόν
Αχαλίνωτη κυρά, με τα ρούχα της τα βάλλει
(1896)
Ερμηνεία: Επί των λίαν αυθαδών
Απού την Πόλιν έρκομαι, κι' εις την κορφήν κανέλλα
(1896)
Επί ασυναρτήτων
Άψετε λυχνί της γρηάς, να κουρέψη δέκ΄ αρνιά
(1896)
Επί των ακαίρως πραττομένων
Αργεί ο Θεός, και σκα ο φτωχός
(1896)
Επί των πιεζομένων
Ηύρ' ο γύφτος τη γενειάν του, κι' ανα(γ)άλλιασ' η καρδιά του
(1896)
Επί των ευθυμούντων εν τη συναντήσει ομοίων των
Θαρρούσιν εις την έρημον, και πανυ(γ)ύριν είνε
(1896)
Ερμηνεία: Επί των επιχειρούντων δεινά έργα ως εύκολα
Ηύρες άμμον κ' εκυλίστης, κ' ηύγες όξω κι εκαυχκήστης
(1896)
Επί των επιτυχόντων ευνοικήν περίστασιν
Θαρρούν η μαυρομμάταις, πως δε θωρούν η τσιμπλομμάταις
(1896)
Επί των εγωϊζόντων
Ίσια ίσια γιαύταδά σου, εκρεμμάσασιν τ΄αυτιά σου
(1896)
Επί των επαναλαμβανόντων κακάς πράξεις.
Ηύρες το λουλλού(δ)ι, να πάρης μυρω(δ)ίαν
(1896)
Σφαίρα κατά πρανούς
Θέλεις θέριζε και ένε, θέλεις ένε και κουάλει
(1896)
Επί των συνεργαζομένων επί δόλω
Ο πειρασμός δεν είχεν εργασίαν κι' ι(γ)άμει τα παι(δ)ιά του
(1893)
Ερμηνεία: Επί των κακοποιών
Όποιος πορπατεί, σκιάν ακάθθα θα του μπη
(1893)
Σκιάν=καν, τουλάχιστον [εν Κρήτη και σκιάς]
Όποιος πνιέται τα μαλλιά του σύρνει
(1893)
Ερμηνεία: Επι των εν αναγκη παρανομούντων
Όποιος πουλεί στο σπίτι του πουλεί στην Βενετίαν
(1893)
Εύληπτος (?)
Ο ένας κόβγει κι' ο άλλος ράφτει
(1893)
Ερμηνεία: Επί ομοίως ψευδολογούντων
Ρεπάδι δεν τ' αφήνει
(1892)
Σημείωση: Εν τω τμήματι Χανίων λέγεται ρεπάδιν εν τη επαρχία Αγίου Βασιλείου ρουπάδι και εν τη επαρχία Σφακίων ρυπάδι
Σε παρακαλώ κ΄εγώ κ' η σκούφια μου
(1892)
Ερμηνεία: Ειρωνικώς λέγεται
Τον κόκκινο Μάη
(1892)
Ερμηνεία: Επί ακατορθώτων
Σρ σπέρνω, σικαλίτσα μου, κι α σε φάνε γίνεσαι, κι α δε σε φάνε, δε γίνεσαι
(1894)
Επειδή η σίκαλη ουδεμίαν έχει αξίαν, ο γεωργός όταν την καταστρέφουν ποίμνια, ωφείλεται περισσότερον αποζημιώμενους
Αρκόντισσα κ' η παστρική ξεσυνορίζουσι(ν) μαζί
(1891)
Ερμηνεία: Η καθαριότης εξισούται προς τον πλούτον
Όταν κι' α παλαιώση το βλαντί του γαάρου στρατουρα δε γίνεται
(1893)
Βλαντί = Πολυτελές ένδυμα, στρατουρα = εφίσπιον
Όπου περάσ' ο σαλιάρης φαίνου(ν)τ' οι αποσσαλιοί του
(1893)
Ερμηνεία: Επί φλυάρων
Όπου πα' ο παπάς παν και τα ράσα του
(1893)
Όμοια τη: Όπου παν τα χέρια παν κ' τα πόδια
Όπου σκοντάψη το ταχύ ολημερούς σκοντάφει
(1893)
Η κακή αρχή κακώ τέλος φέρει
Από το βουόν ποταμόν άπεχε τα ρούχα σου
(1893)
Το ή τον, βουόν ή βουβόν
Πιο πολύ καιρό περνα κια είς με το παλαιό παρά με το καινούργιο
(1891)
Κια εις = κανείς
Δεν είν' άξιος να του γυαλίση τα παπουτσια του
(1892)
Ερμηνεία: Φέρεται εις δήλωσιν ότι είναι τις κατά πολύ υποδεέστερος του άλλου
Επήρε ούλη την παπάρα
(1892)
Σημείωση: Pappare (ιταλική)= υβρίζω
Αμμόλλαρε τον πόρο τση σακκούλας
(1892)
Σημείωση: Ammolate (Ιταλικά)= τρέχω, κάμπτω
Έπεσε στα παλάγεια του
(1892)
Σημείωση: Palanca (Ιταλική) = περιχαράκωμα
Ερώτησε τον μπάρμπα μου το χιλιοψωματάρη
(1892)
Ερμηνεία: Απευθύνεται ειρωνικώς περί του ψεύδου του επικαλουμένον των επιβεβαίωσιν ετέρον ψευδολόγου
Το παιδί που θα στρηνιάζη με το μπάρπα του θα κλάψη
(1894)
Στρεινιάζει = Αυθαδιάζω, αντιλέγω (αρχ. Στρηνιώ)
Το σκύλο κάνεις σύντεκνο, και μια ματσούκα βάστα
(1894)
Σύντεκνος = σύντροφος, κουμπάρος
Αν δεν πέση ο Μαύρος, δε σηκώνετ' ο Κοκκίνης
(1893)
Κοκκίνης = ονόματα βοών
Εσηκώθηκε στον αφαλό
(1893)
Εσηκώθη ολόρθος για να τιμήση κάποιον ή από θυμόν που ήκουσε κάποιον λόγον
Βουλήθηκε ο Οβριός να ταξειΔεψη και έτυχε μέρα Σάββατο
(1894)
Ερμηνεία: Επί των ουδ' άπαξ επιτυγχανόντων εκτελέσαι το ποδούμενον ένεκα παρεμπίπτοντος εμποδίου εκάστοτε
Ως με τιμούν τα ρούχα μου δε με τιμά ο γονιός μου
(1894)
Ερμηνεία: Ο κόσμος εκ της αμφιέσεως απονέμει των τιμών εις τους ανθρώπους εσφαλμένος
Έμαθα και βελονιάζω και το μάστορή μ' γανιάζω
(1894)
Ερμηνεία: Δια τους καυχωμένους ότι γνωρίζουσι πλεύονται των διδακάλων των
Είπαμνα γριά να κλάνς μα να μην το παρακάμνς
(1894)
Ερμηνεία: Προς τους καταχρωμένους τη δοθείση αυτους ελευθερία
Όποια πέτρα σκώσης απέ κάτ' τονε βρίσκεις
(1894)
Ερμηνεία: Τα πάντα γνωρίζει
Όλοι ν΄ αποθάνωμε
(1894)
Ερμηνεία: Εξηγούσιν ούτω το “όλων αποθέμενοι και εννοούσι το γεννηθήκαμε μετ' αυτό”
Έχω ράμματα για τη γούνα σ'
(1894)
Ερμηνεία: Έχω κατά σου επιχειρήματα
Τη πουλί το γάλαν έφασε με
(1895)
Εφασε ή ετάγισε
Άλλους του καρφί κί άλλους του πέταλου
(1893)
Ερμηνεία: Επί των διισταμένων και διαφωνούντων διατί το πέταλον, όπερ δεύται καρφίων ίνα στηριχθή, εχωρίσθη αυτών, άλλου λαβόντος το καρφί άλλον δέ το πέταλον
Θα πηδήσου, μάννα, να σι δώ πιδί μου
(1893)
Ερμηνεία: Χρώνται τη παροιμία οι μη αρκούμενοι τοις λόγοις τινος, αλλ' έργα προσδωκόντες, ανάλογον το “Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα”
Του γύριβα στουν ουρανό κι του βρα στη γής
(1893)
Ερμηνεία: Επί των κτωμένων τι απροσδοκήτως
Ακόμα δεν τουν είδαμαν, Γιάννη τουν φουνάξαμαν
(1893)
Ερμηνεία: Λέγεται επί των προλεγόντων τα μέλλοντα
Απ' αγκάθι βγαίνει ρόιδου κι απού ρόιδ' αγκάθι
(1893)
Ερμηνεία: Επί των μη ομοιαξόντων τους γονεύσιν
Ούλου τ' αυγό μέσ' στην πίττα
(1893)
Ερμηνεία: Κατ' ειρωνείαν επί πράγματος ελλείπους
Τον εκοπάνισε καλά που είπε εις πολλά τη
(1894)
Σημείωση: Κοπανίζω = δέρω τινα
Είναι μιαν λίγδα όπου τον πιάσης λερώνεσαι
(1895)
Ερμηνεία: Άνθρωπος αθλίου χαρακτήρος
Κόπανος στο κεφάλι (μου γίνηκες)
(1894)
Ερμηνεία: Κόπανος σημαίνει οχληρόν τι βάρος
Ξέρς να κλέψς; Ξέρου. Ξέρς να κρύψς; Δεν ξέρου. Ούδι να κλέψς ξέρς
(1893)
Ερμηνεία: Ότι ο κλέπτης πρέπει να είναι επιτήδειος
Κλουτσούντι τ' άτι αλίμουνου στα γουμάρια
(1893)
Ερμηνεία: Εκ της πολιτικής διαμάζης των πολιτευομένων ζητούντας οι μικροί πολίται
Κατά το μαστρογιάνν' κι τα κουπέλλια
(1893)
Ερμηνεία: Επί των ομοίων τοις γονεύσιν υιών προς την κακίαν
Κατά μάννα κι πατέρα γιος κι θυγατέρα
(1893)
Ερμηνεία: Επί των ομοίων τοις γονεύσιν υιών προς την κακίαν
Καλός κακός καλόγηρος στην πόρτα της παράδεισος
(1891)
Παράδεισος = η παράδεισο = ο παράδεισος
Έκαμες το Ληξούρι Βενετία
(1891)
Έρχεται σπανίως εος το Ληξούρι, ως αν ήτο μακρόν, όσον η Βενετία
Όπου λαλούν πολλοί πετνοί αργεί να ξημερώση
(1894)
Ερμηνεία: Όπου πολλοί ιατροί εκεί και νοσοί πλείστα