Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 7438
Η καλημέρα 'ναι του Θεού
(1876)
Καβαλλάρης τα ψούνιζε
(1876)
Περί του κακά πράγματα αγοράζοντος ως από μακράν
Γυαλίζει, μα δεν δανείζει
(1876)
Παιδ.
Γή νάναι, γή να λείπη
(1876)
Τινός δόνουν και στρέφει;
(1876)
Δόνουν ή δώνουσι
Δεν δύναται να κλάση
(1876)
Ιδού ο Μεσσίας έρχεται !
(1876)
Εγίνη θυσία εσπερινή
(1876)
Του παλιού καιρού πράματα
(1876)
Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος
(1876)
Κάθε μπόδιον πρός ωφέλειαν
(1876)
Ευχή: είθε νά...
Άσπρος ήλιος, μαύρη μέρα
(1876)
Σε μια σκούφια δυό κεφάλια
(1876)
Μέρα ' ναι, μα θα βραδυάση
(1876)
Τον δείχτουν με το δάχτυλο
(1876)
Η δουλειά 'ναι ξελόηση
(1876)
Γύρευγε την ρόκκα σου
(1876)
Όπου ήλιος κι άνεμος
(1876)
Σήμερι ξύπνησεν ανάσκελα
(1876)
Γρίνια, αποτυχία
Επόμεινε ξερός κι΄ απόδαυλος
(1876)
Ξέρ΄ ο Βλάχος να φάη πιλάφι;
(1876)
Κάθε λίο νόστιμο
(1876)
Ο παλαιός των ημερών
(1876)
Πετεινός τσουφάτος
(1876)
Παράς παράδεισος
(1876)
Εκόπην του πιο το πουκάμισο
(1876)
Υπανδρεύθη, ενυμφεύθη, εδέθη
Κάποιος για τον λαόν δεν ήσπειρε
(1876)
Λαγωόν
Παράν, κι΄άγιος ο Θεός
(1876)
Που σε κόβγει το παπουτσι;
(1876)
Ερμηνεία: Τι σε μέλει;
Και τουτο θα περάση
(1876)
Τουρκική
Που μάθη γδυμνός ντρέπεται ντυμένος
(1876)
Που μάθη = ήμαθε
Ο ποντικός ήτρωεν το σίδερο
(1876)
Ην αφορία μεγάλη
Ότι αι ημέραι πονηραί εισι
(1876)
Όχι αυγό, μόνον κοκό
(1876)
Ηύρεν τ' αγαθά της ζωής του
(1876)
Δεν βάφει κουκούλια
(1876)
Μη μου άπτου, (είναι)
(1876)
Άρμα Ισραήλ
(1876)
Τούυ πήρες τόν αέραν του
(1876)
Τον καταφρονεί
Σπέρνει με το σακκί
(1876)
Σπάταλος δια θυλάκων
Βούρδουλον και ραβδί
(1876)
Και πάντων και πασών
(1876)
Οι! Κλάματα και πράματα
(1876)
Θαμάσματα και πράματα
Ο σκάρος για τη σκάρα
(1876)
Εις, δια
Γελάμε και περγελούν μας
(1876)
Πάσης ξεροκαμπίας
(1876)
Διαλαμψ.;
Άφες τα σκεπασμένα
(1876)
Όλοι ξέρουν να περιπαίζουν
(1876)
Ψέγειν άπαντες οίδασιν
Το πιασεν αργό βαρύ
(1876)
Παρήλθεν η σκιά του νόμου
(1876)
Εφαωθήκαν σαν τους σκύλους
(1876)
Εδώ δεν κόβγει το σπαθί σου
(1876)
Κάθε πέρυσι και καλλίτερο
(1876)
Κάθε πέρυσι καλλίτερο
(1876)
Ένας σάκκος κόκκαλα
(1876)
Τί προς ημάς; Συ όψει
(1876)
Έπιασεν της γριάς τα νιάμερα
(1876)
Ήπαθεν κι' ήμαθε
(1876)
Λωλός αφέντης, ως του διώξη
(1876)
Ο λύκος και λύκο τρώει
(1876)
Το γαίμα πάντα σφαράζει
(1876)
Ορμέμφύτης αναγνωρίζει
Δέξου πόνον για 'μορφιά
(1876)
Εις το χνούδιασμα
Τ κόβγει με το μπαλτά
(1876)
Πικρόν το ξένον ψωμί
(1876)
Όνομα και πράγμα
(1876)
Αυτά παλιά κι' άλλα κινούργια
(1876)
Παθήματα
Του πουλοπιάστ' η αρχοντιά!
(1876)
Ήρτε σαν καλός πραματευτής
(1876)
Η πάστρα 'ναι μισή αρχοντιά
(1876)
Αυτός είν' ο Πανταχού παρών
(1876)
Σε μένα δεν περνούν αυτά
(1876)
Ό,τι του κατεβή λαλεί
(1876)
Έχει πίσσαν και παράδεισον
(1876)
Ερμηνεία: Μέτριον τι, υποφερτον
Τρών' λάδι, να βάλωμεν στ' αυγά;
(1876)
Κωμική
Για δωδεκάμισυ αιτίες
(1876)
Ανέκδοτη