Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-600 από 17372
Τον ατσίμπαλον του κάκου τον βλέπεις
(1876)
Ο κλέπτης δυσ... αφύλακτος
Πάει να κάμη τ' άσπρα του ντεφτίλι
(1876)
Ερμηνεία: επίδειξιν
Αρχής καλής κάλλιστον είναι και το τέλος
(1876)
Γρηγορ. Νανζιανζηνός
Γη δέσε με, γη λύσε με
(1876)
Ας σο ράμμαν ς 'σο βελόνιν
(1874)
Από της κλωστής μέχρι της βελόνης. Ερμηνεία: Σημαίνουσα λεπτομερής επί λεπτού
Ο φιλάργυρος με το βελόνιν τα συνάζει κι ο άσωτος με το φκυάριν τα ξεμπλάζει
(1876)
Παρεμφερής γυναίκα
Τον αποστειλάτορα μηδέ δέρνουν τον μηδέ βρίζουν τον
(1876)
Και τανάπαλιν
Να 'χαν οι αρχόντο μόνοιασι, αλοίμονον στο κόσμο
(1876)
Να 'χαν οι αρχόντοι μόνοιασι, αλλοίμονον στη φτώχεια
Ο άσωτος είναι κακός, μα είναι κακός για λόγου του
(1876)
Ο σκορποχέρης
Θαρρεί πως κρατεί τον πάπαν από τα γένεια
(1876)
Υπερήφανος βαστά
Ατσίγγανος στο ζάκιν τον σταχτή δεν αποτάζει
(1876)
Κατάρα Χριστ. Προς Χαλκιά
Τον έφαγε η ξένη έννοια
(1873)
Κά, κι' έχω δόντια για το μέλι;
(1876)
Ανέκδ. Αί το παίδι μου...
Άλλα λέει το βράδυ κι' άλλα κάνει το πρωί
(1873)
Ερμηνεία: Περί των μη εχόντων μηδεμίαν βάσιν εις τους λόγους των
Η αυγή θέλει το δείξει, τίνος όρνιθα θα λείψη
(1876)
Ιστορ.
Η καλή 'μέρα από την αυγή φαίνεται
(1876)
Η καλή 'μέρα από το πωρυό φαίνεται
Στους αρχόντους πρέπει το φτόνος
(1876)
Εις τα επίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί
Όποιος ξεχωρίζει τρώγει τις μισές
(1873)
Ερμηνεία: Επί ξυλοκοπημάτων
Από τον άρχοντα χάψη κι' από το φτωχό ζερεμέ
(1876)
Τουρκ. Νόμου άρθρ.
Του φτωχού ζερεμέ και τ' αρχόντου χάψι
(1876)
Επίβαλε, όρισε
Του φτωχού ζερεμέ και τ' άρχοντα χάψι
(1876)
Επίβαλε, όρισε
Ο λόος εις την ώραν του χίλια δουκάτ' αχρήζει
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Ο λόος εις την ώραν του χίλια δουκάτ' αξίζει
(1876)
Συνοδεύεται από κείμενο ....
Οπόταν ποις με κι αρρωστώ, τ' αρρωστικά σ κι θέλω
(1874)
Όταν παραίτιος γένη της αρρωστίας μου, ουκ αποδέχομαι την νοσηλείαν σου.
Κι γαμώ και τημ μάνναν αχτί
(1874)
Τομ ποπάν ερώσεσαν “μωρόν ιξέρεις και φωτίζεις;” Κ' εκείνος είπεν “Κι γαμώ και τημ μάνναν αχτί = Ιερείς ερωτηθείς ει οίδε βαπτίζειν νήπιον, απεκρίνατο “ουκ αν αυτήν και διακροτήσαι μι”
Ας σον ουρανόν [Θεόν] ντ' εγύρευα σ' σηγ γήν ευρέθην
(1874)
Ερμηνεία: Ότι τον ουρανόν [ή Θεόν] ήβρημην, του το επί γής εύρον
Του κλέφτ' ο κόπος άφαντος κι εκείνος αφανέρωτος
(1876)
Έστω ή κατάρα
Η μάννα εν γλυκίν κρασίν έμνοσιον παξιμάντιν που πίνει άτο ξα κι μεθά που τρώγει α κι χορτάζει
(1874)
Η μήτηρ γλυκή έστιν οίνος, ηδίς διπυρίτης άρτος ο πίνων ο πίνων αυτού ουδόλως μεθύει, ο τρώγων ου κορέννυται
Του 'βαλεν το μαχαίρι στο λαιμό
(1876)
Ηνάγκασεν, εστενοχώρησεν
Το καλόν ντ' εποίκες με εις σο μυτίμ μ' έγκες ατό
(1874)
Το καλόν (την ευεργεσίαν) ην εποίησας με, των ρινών μου εξήνεγκες (εξέβαλες). Ερμηνεία: Επί των μικρά μεν ωφελησάντων μείζω δε βλαψάντων
Και το σκύλο του να ιδή άρρωστο κανείς θαν τον πονέση
(1876)
Κ' ένα σκύλο α ιδή κανείς να υποφέρει, του πονεί η ψυχή του