• Αdίdερο παίρνω 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1941)
    Την έλεγαν όταν επροχώρει πολύ η ημέρα, και ακόμα δεν έφαγαν
  • Αdρειγιωμένος έρχεται, ρούπες αρμαθιαστήτε 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Ρούπες=δρείς (sic)
  • Αgούρ κι αgούρ χρόνος, Σκλυβργιά και σώβρακο 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Η παροιμία αυτή λεγόταν στο Αυδήμι σπανιώς όμως ολόκληρη και ήταν για τους πολλούς ακατάληπτη. (Στη Ραιδεστό έμαθα και την έννοιά της και το ιστορικό της): Ήταν κάποτε ένας μπακτσαβάνης που δούλευε μισθωτός και δεν ήξερε ...
  • Ά να φέξη κι να διούμε, τίνος μάννα κολυμbούμε 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Την έλεγαν για πράγματα που δεν ήταν γνωστό πότε θα ήταν το τελοσπάντων.. Κάποτε μια νιόπαντρη δεν ήθελε την πεθερά της να κατοική στο σπίτι της. Κι ο άντρας της για να την ευχαριστήση, δήθεν της υποσχέθηκε πως θα την ...
  • Άdρα μ', γ'ρούνι μ, γάϊδαρε, ποτό να κλάψω πρώτα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Χωρική ευθυμολογία. Έλεγαν δηλαδή, ότι μιά γυναίκα πήγε το βράδυ από τ' αμπέλι στο σπίτι της και βρήκε τον άνδρα της πεθαμένο και το γαϊδούρι της και το γουρούνι της ψόφια. Και έλεγε έτσι, γιατί δεν ήξερε ποιό από τα τρία ...
  • Άδειαζέ μ' d' γουνιά 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Την έλεγαν συνήθως στα παιδιά, όταν ήθελαν να τα διώξουν. Όταν επρόκειτο για μεγάλους, δεν το έλεγαν κατά πρόσωπο, αλλά σε τρίτους
  • Άθρωπο απ' αθρώπο και σκύλλο από μάντρα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Λέγουνται η παροιμία για να διατρανωθή η μεγάλη σημασία, που ο λαός δίνει στα σόγια “ Αυτός είναι σοϊκός” Συνήθως λέγουνταν όταν γίνουνταν κανένα αταίριαστο συνοικέσιο, και ύστερα από καιρό εκδηλώνουνταν οι συνέπεις
  • Άθρωπο γλέπ'ς κι γκαρδία δι γνωρίζεις 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Γλέπ'ς = εγκάρδια, τα εν τη καρδία
  • Άκουγε, παππά, π' αυτού 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1939)
    Ελέγετο όταν ο ακούων δεν ήτο πταίστης αλλά αδικούμενος και εφίστατο η προσοχή του
  • Άκουσα Μαύρη θάλασσα, νόμισα παναγύρι 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Ή άκουσες ... νόμισες. Περί εκείνων που δεν εξετίμων καλώς τα πρ'άγματα και δεν υπολόγιζον εις τας δυσκολίας. Ελέγοντο μόνον ως ανω τηρώ δυό στίχος ενώ πλήρης έχη ούτως : Άκουσαν Μαύρη θάλασσα, θαρρούσσαν παναγύρι μα κείνη ...
  • Άλλ' αντ' άλλα τα μεγάλα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Η παροιμία αυτή είχε και συνέχεια η οποία πότε λέγουνταν πότε δε λέγουνταν. Ήταν δε η συνέχεια διαφορετική
  • Άλλ' αντ' άλλα τα μεγάλα, κι όχι της Παρασκευής το γάλα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Διηγούνται γι αυτήν την παροιμία ότι κάποιος τσομπάνος πήγε στο Δεσπότη να εξομολογηθή και ώμολόγησε ότι έφαγε γάλα τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο Δεσπότης δεν του συγχωρούσε αυτό το παράπτωμά του, αν και ο τσομπάνος επέμενε ότι ...
  • Άλλ' δ'λεύνα κι άλλ' απουσταιν' να 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Άλλοι δουλεύουν κι ά απισταίνουν
  • Άλλα λέει παπάς κι άλλα παπαδιά 

    Δεληγιάννης, Βασίλης
    Λέγεται γιά κείνους πού συνομιλούν και δέ συνεννοούνται και λένε άλλ' αντάλλων. Αυτό γίνεται μάλιστα όταν συζητούν μερικοί με ζητήματα αφηρημένα, μή όντας αρμόδιοι γιαυτό. Λέγεται και: Μαζί χωρατεύουμι κί χώρια ακούμι
  • Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Λέγεται επι αντικειμένων που διαφέρουν πολύ στην ουσία τους
  • Άλλαξ η χήνα κι έβανε κείνα 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Όμοια με την: Άλλαξ' ο Μανωλιός..Συνήθως δε λέγουνταν η συνέχεα της
  • Άλλαξ' η Μανωλιός κι' έβανε τα ρούχα τ' αλλοιώς 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1936)
    Ερμηνεία: Λέγουνταν βέβαια και για κείνους που δεν είχαν να βάλουν άλλα ρούχα, και ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που τις καθημερινές φορούσαν τα βρακιά τους από την ανάποδη και τις γιορτές τα έβαζαν από την όψη, είχε όμως ...
  • Άλλαξε καιρού σ' κι βγαλ' το απ' το νου σ' 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1941)
    Ερμηνεία: Δια κάθε, το οποίον δεν ήτο δυνατόν να γίνη, παρά των επιμονών του ενδιαφερομένου
  • Άλλο παπαβγαγγέλιο 

    Ζήσης, Ευστράτιος (1938)
    Όταν πληροφορείτο τις επιζήμιο κι απροσδόκητον