Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 1-20 από 78
-
Άμα διψά η αυλή σ', το νερό να μην το ρίχνεις όξω
(1971)Κάτι που το έχουν ανάγκη οι δικοί σου, δεν πρέπει να το δίνεις σε ξένους -
Αντάδ διψά το έσσω σου, έξω νερόμ μέσ σονώννεις
(1940)Είτε ημείς είτε οι συγγενείς μας δύνανται να έχωσι ανάγκας ώστε να μη επιτρέπεται η σπατάλη -
Αυλή μου διψά το νερό κι εσύ ριχνεις το έξω;
(1938)Το λέν όταν έχη κανείς συγγενείς της ανάγκης και βοηθά ξένους -
Αφού διψά η αυλή σου, γιατί ποτίζεις την ξένη;
(1939)Όταν έχεις φτωχούς συγγενείς αυτούς να βοηθάς -
Διψά η αυλή σου για νερό; Παρέξω μη το χύνης
Ερμηνεία: Ότι είναι καλόν να φροντίζη τις πρώτον τ' εαυτόν και την οικογένειαν και τους συγγενείς του και έπειτα δια τους άλλους. Και ότι ακόμη φρόνιμον είναι να μη δαπανά τις εις περιττά ενώ του λείπουσι τα αναγκαία -
Εδίψουν κι' ήπια θάλασσα
(1876)Ιστορ. Ο Γ. Φιλοπατρίδης δια την Μαριάν του Λιού, υπηρέτιδά του ελεγχόμενος, είπεν: όταν μη κρέας πάρη, ταρίχω στερητέον ή : εν ελλείψει χαρτοσήμου γράφεται εις απλούν ή : καλόν ν' και το στουππόχαρτον – εν ελλείψει ξυνομήλου ... -
Η αυλή σ' όνταν διψά, έξ' το νερού μη ηχύντ'ς
(1886)Προς τον δίδοντα εις άλλους πράγμα, του οποίου αυτός έχει ανάγκην -
Η αυλή σ'όνταν διψά, έξ' το νερόν μη ξύντς
(1929)Όταν διψά η αυλή σου, μη χύνης έξω το νερό. Τραπ. Επί του δίδοντος εις άλλους τι, του οποίου αυτός έχει ανάγκην