• Ξηχά σα d' αρδύκι 

    Βαγιακάκος, Δικαίος Β.
    Ήτοι θορυβεί όπως το ορτύκι, όταν αποτόμως εγκαταλείπη θορυβώδης την φωλεάν του και πετά μακράν