Πλοήγηση Παροιμίες ανά Λήμμα "δοξάρι"
Αποτελέσματα 1-3 από 3
-
Αγαπά τα δουξάργια
(1919)Είναι φιλόδοξος. Εργαλείον των τινασσόντων τον βάμβακα. Ευτραπέλως εν συσχετισμώ πρός την δόξαν -
Αγαπά τα δουξάρια
(1902)Επί των δοξομανών. Λοξάρι, το πρός στίβασιν του βάμβακος, αλλ' ίσως είναι κ' το δοξάριον. Δόξα, υπό λογίαν τεθείσα είς χρήσιν