Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 780-799 από 3657
-
Έβαλα το νερόσ στ' αυλάτζιν
(1940)Όπως το νερόν εις το αυλάκι ούτω και εργασία κανονισθείσα διεξάγεται καλώς -
Έβαλαν τον αλουπόν να γλέπη τες όρνιθες
(1940)Όταν εμπιστευόμεθα πρόσωπον που επιζητεί ευκαιρίαν να μας βλάψη -
Έβαλε τα δκυό μου πόδκια σ' έναμ παπούτσιν
(1940)Και έαν εχωρούσαν θα προέκυπτε αδυναμία κινήσεως. Όταν υποχρεωθώμεν παρά την θέλησιν μας να κάμωμεν κάτι -
Έβαλέμ με στα γαίματα
(1940)Επί όσων περιεπλέχθησαν εις δύσκολον υπόθεσιν ώστε δι΄ επιτυχίαν να απαιτείται μεγάλη προσπάθεια χρηματική δαπάνη -
Έβαλέν του τα γυαλιά
(1940) -
Έβαλεν νερόσ στο κρασίν του
(1940)Νερόν προστίθεται δια να ελαττωθή ο βαθμός του οινοπνεύματος. Υπονοείται οτι ο παροργισθείς εμετρίασε τον θυμόν του -
Έβαλεν ο δκιάολος το δαχτύλιν του
(1940) -
Έβκαλέμ με σούφλιν τζαί βερεσιέ
(1940)Επί δοσοληψιών καί λογαριασμών επιτηδείως εξωφλημένων είς τρόπον ώστε ο έχων λαμβάνειν όχι μονάχα δέν βγαίνει ίσα ίσα αλλά καί μέ χρέος -
Έβκαλεμ μιαμ πιθαμήγ γλώσσαν
(1940)Επί υβριστών ή σκληρώς εργαζομένων. Η εικών ελήφθη από τον βίον των σκύλλων, που κουρασμένοι, δια να ευκολύνωσι την αναπνοήν των δροσισθώσιν εκβάλλουσιν σπιθαμιαίαν γλώσσαν -
Έβκαλεν η γλώσσα μου μαλλιά
(1940)Όταν μεσάζοντες εις διαφοράς και δυσαρεσκείας ευρίσκομεν δυσκολίας, υποχρεούσας εις μακρηγορίαν -
Έβκαλεν το άκουσμα ο θεριστής, τζ' έπεσεν τζ' ετζοιμάτουν
(1940)Πολύ ταχύς θεριστής που επροτιμάτο άλλων, αφού είχε στερεωθή η φήμη του εκοιμάτο, αμελών την εργασίαν του.Επί όσων αφού απέκτησαν φήμην δεν φροντίζουσι να διατηρήσωσιν αυτήν -
Έβκαλεν το όνομα ο θεριστής
(1940) -
Έβκαρ' τηγ γιαιάν, για να μέσ σε βκάλει τζείνη έξω
(1940)Η γιαγιά ή αζαγιά (ιστός αράχνης) μαρτυρεί αμέλειαν και οκνηρίαν. Εις τα χωρία θεωρείται κακή σύστασις δια την οικοκυράν, και δια τούτο θεωρείται παλαιότερον οι ζητούντες νύμφην απέφευγον τοιαύτην από σπίτιν που είχε ... -
Έβκην το πόϊν της τάβλας; Βάλε άλλον
(1940)Διά τα μικρά και ασήμαντα η καλύτερη θεραπεία είναι η αντικατάστασίς των