Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Βαμβακίδης, Ι."
-
Δυόι νομάτοι μ' ένα μάτι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Δυό νομάτοι (άτομα) – μ' ένα μάτι. - Για τους ανίκανους. Όταν η μία ανικανότητα πάει να βοηθήσει την άλλην -
Έλλαξεν η χήνα κι εφόρησεν πάλι εκείνα = Άλλαξε η χήνα και φόρεσε πάλι εκείνα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ερμηνεία: Όταν μας ξεγελούνε, παρουσιάζοντας μας τα ίδια, με επουσιωδέστατες μόνο διαφορές -
Έμι το κόκκινον τ' ωβίου, έμι τ' άσπρον κι δίουνε σε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Δέ σού δίνουνε και το κόκκινο του αυγού και τ' άσπρο. Γιά τον άπληστο πού τα θέλει όλα -
Έμορφον ορνίθι σην αυλιά μου κι αν κι ωβάζει κι ωβάζει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Συνοδεύεται από κείμενο ... -
Έπρεπεν και το τσεπριάρικον τη ράσα χρυσοϋφαντον καμίσι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έπρεπε και της ψωριάρικης της πλάτης χρυσοϋφαντο πουκάμισο -
Έσεις καλά παιδία, τα κρόσια τι να φτας; Και έσεις κακά παιδία, πάλι τι να φτας άτα;
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έχεις καλά παιδιά, τι να τα κάνεις τα γρόσια; Και έχεις κακά παιδιά πάλι τι να τα κάνεις; Για την ευτυχία, που τα καλά παιδιά στερεώνουν και τα κακά γκρεμίζουν -
Έσκισεν τ' ωβόν κι έξηβε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έσκισε το αυγό και βγήκε. Για εκείνους και για κείνες που παρασταίνουν τους μικρούς στην ηλικία και γι' αυτό άγνωρους και άπειρους στα πράματα του κόσμου τόσο αγνοί τάχα,όσο και το πουλάκι που μόλις γεννήθηκε. -
Έχασα νύφεν και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Έχασα νύφη και γαμπρό, τα δυο παιδιά μου έχω -
Εβγάλλει ο κλέφταν τη φωνή, να φοβηθεί π' έχασε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Βγάνει ο κλέφτης τη φωνή, για να φοβηθεί αυτός που έχασε -
Εγρίβωσε κι επόμεινε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Χαμογέλασε διάπλατα κι απόμεινε. Παρατσατικό του τρόπου, γεμάτο γαλήνη, με τον οποίο ξεψυχούν μερικοί -
Εδίβαμ΄ ως το Βήρι κι είπανε μας γύρει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πήγαμε ως το Βήρι- και μας είπανε γύρνα (γυρίστε πίσω) – Για τη δουλειά, την επιχείρηση που προσωρεί κάμποσο, μα δεν τελειώνει -
Εδίβε να κάλεινεν κι έπεσεν κι εκοιμήθε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πήγε να προσκαλέσει και πλάγιασε και κοιμήθηκε -
Εδώκανε σε πρόσωπον και θέλεις και τ' αστάρι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Σου δώκανε πρόσωπο (μπροστινό μέρος, καλή μεριά) και θέλεις και τή φόδρα. Γιά την πλεονεξία -
Εζήνισκαμε και κι εθώρειναμε, και επέθαναμε και να θωρούμε;
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ζούσαμε και δε βλέπαμε και πεθάναμε και θα ιδούμε; -
Εθέλησες κι επέθανες, τη γη χαράν εδώκες
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Θέλησες και πέθανες, έδωσες στη γη χαρά -
Είδεν το κι είδεν κι έπεσεν κι επέθανε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Είδε κείνο που δεν είδε κι έπεσε και πέθανε -
Είδες άσπρον άλογο; Ουδε άσπρον ουδε μαύρον
Βαμβακίδης, Ι. (1938)Είδες άσπρο άλογο; Ούτε άσπρο, ούτε μαύρο. Ότι καλύτερα είναι να ησυχάζει κανείς, να μή γνοιάζεται γιά τίποτε και να μήν παθαίνει επομένως και τίποτε -
Εκίνησεν Εβραίον κι ευρέθε Σάββατος
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ξεκίνησε ο Εβραίος και βρέθηκε (να 'ναι) Σάββατο