Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 2315-2334 από 5686
-
Η γέννα τζ' η 'στραπή εν άρπα
(1940)Αμφότερα ενώ επίκεινται αγνοείται πότε επακριβώς θα εκδηλωθώσιν -
Η γεναία έβαλεν τόδ δειάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ... -
Η γεναίκα έβαλεν τόδ δκιάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ... -
Η γεναίκα έσσει τρεις τσίππες. Μια για τον άντρα της, μιάγ για τημ μαμμούν. Αξ ξεσσιστή τζαί η τρίτη κατύση της
(1940)Η τρίτη είναι η λεγόμενη ''τσίππα του προσώπου'', το αίσθημα της τιμής -
Η γεναίκα εγ κάττος εφτάψυχος
(1940)Όπως ο γάτος δια την ελαστικότητά του δεν βλάπτεται ούτω και η γυναίκα κρίνεται εφτάψυχη, αποδεικνυόμενη εις πλείστας όσας περιπτώσεις μείζονος από τον άνδρα αντοχής -
Η γεναίκα εγ κοπριά
(1940)Όπως η κοπριά απλώνει ούτω και η κόρη, από το 14ον έτος αρχίζει, να υπερβάλλει τον άρρενα, να αναπτύσσεται και να είναι εντός ολίγου γεναίκα ώριμος -
Η γεναίκα θέλει λάϊν, τζαί πάλιλ λάϊν, τζαί της αρκολιάς το λάϊν
(1940)Είναι τόσον πολυδάπανος η γυναίκα και εις τόσας ανάγκας έχει να επαρκέση ώστε και τον ισχνότερον πόρον κέρδους να τον χρειάζεται -
Η γεναίκα που γεννά ξαναγενιέται
(1940)Είτε διότι αποκτώσα διαδόχους, διαιωνίζει το είδος, είτε και διότι αναπαύεται συνήθως και διαιτάται θρεπτικώτερον -
Η γλώσσα η γλυτζειά βκάλλει το θερκόμ που την τρύπαν
(1940)Ευγενώς συμπεριφερόμενοι αφοπλίζομεν και τους πλέον σκληροτράχηλους -
Η γλώσσα κόκκαλα 'εν έσει τζιαι κόκκαλα τσακκίζει
(1951)Η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα και κόκκαλα τσακίζε -
Η γλώσσα κόκκαλα εν έschει τζιαι κόκκαλα τσακίζει
(1940)Με τα λόγια σου μπορείς να κάμης πάρα πολύ μεγάλον κακόν εις τινα, μέχρι σημείου να του σπάσης κόκκαλο -
Η γλώσσα κόκκαλα εν έσει τζαι κόκκαλα τσακίζει
(1940)Ιδίως όταν δικαίως μεμφόμεθα αλλά και όταν κακολογώμεν -
Η γλώσσα του εβ βεριάϊν
Ερμηνεία: Βεριά(δ)ιν (το) = μικρόν ξύλον του υδρόμυλου ή αλευρόμυλου συνδεόμενου με την θήκην, εντός της οποίας πίπτει το σιτάρι εν της αβάνης. Το ξύλον τούτο κινείται αενναώς υπό της στρεφομένης μυλοπέτρας, κινούμενον δε ... -
Η γλώσσα του εν τρώεται μήτε με το λάϊν, μήτε με το ξύ(δ)ϊν
(1940)Επί των εχόντων υβριστικήν γλώσσαν