Πλοήγηση Παροιμίες ανά Συλλογέα "Πουλάκης, Δ."
-
Κάνω τη μύξα μου νεύρο
Πουλάκης, Δ. (1910) -
Καρτέρει γριά κι' ανάμενε να κάνω γιυό να πάρης
Πουλάκης, Δ. (1910) -
Καρτέρει, γριά, κι' ανάμενε να κάμω γυιό να πάρης
Πουλάκης, Δ. (1893) -
Κι ο μόσκος δίχως διάφορο κι εκείνος δε μυρίζει
Πουλάκης, Δ. (1893)Όταν δεν υπάρχη συμφέρον, το πρόσωπον ή πράγμα δεν έχει αξία -
Κομμένη ψωλή, μασημένα λόγια
Πουλάκης, Δ. (1893)Σαν δεν μπορεί κανείς ν' αποδείξη ένα πράμα μασά τα λόγια του -
Κονόμησε φελόνι σου, να λειτουργάς με δαύτο
Πουλάκης, Δ. (1910)Αντί: οικονόμησε δικό σου φελόνιΙΙΣυνοδεύεται από κείμενο... -
Κούφια γης οπού τ' ακούει
Πουλάκης, Δ. (1910) -
Κουκκί πιπέρι στην αγάπη ντως (σας)
Πουλάκης, Δ.Εις τους μαλώνοντας και εύκολα ή γλήγορα συμφιλιουμένους -
Κουκκιά στο θυμό σου
Πουλάκης, Δ. (1893)Σε θυμωμένους για χωρατό, επειδή τα κουκκιά κάνουν κρότο, δηλ. Φώναζε κ΄ συ όσον θέλεις -
Κουκκιά το θυμό σου!
Πουλάκης, Δ. (1910)Ως ωργισμένος διά χωρατά (επειδή τα κουκκιά αρβαζίζουν, κάνουν κρότο = φώναζε και συ όσον θέλεις) -
Κουράστηκε απ' το ρόβι και πάει να βγάνη ροβίθια
Πουλάκης, Δ.Άφηκε τη μία κοπιαστική δουλειά κι' έπιασε την άλλη -
Κουφή η ώρα που τ' ακούει
Πουλάκης, Δ. (1910)