Αναζήτηση
Αποτελέσματα 11-20 από 121
Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Για κείνους που γλεντάνε και τα ξοδεύουν όλα την Κυριακή...
Χαροκοπώ = γλεντάω. 851 Κάθε ζημιά η έξοδο μακριά από το σπίτι, στου νοικοκύρη την τσέπη θα βαρύνη...
Για κείνους που γλεντάνε και τα ξοδεύουν όλα την Κυριακή...
Χαροκοπώ = γλεντάω. 851 Κάθε ζημιά η έξοδο μακριά από το σπίτι, στου νοικοκύρη την τσέπη θα βαρύνη...
Πεθερά, κρεμύδι σάπιο, κάθε μπουκωσιά και δάκρυο
(1952)
Μπουκωσιά και μπουκουνιά = δαγκωσιά, φαγωσιά...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Τον ξένον και παραμπαστό για μάρτυρα τον έχεις
(1952)
Παραμπαστός = ο φιλοξενούμενος. Παρακολουθεί όλα όσα γίνονται στο σπίτι, και κάποτε μπορεί να τα πη...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Όσα σου στέρνει ο διάολος, έρκεται και τα παίρνει
(1952)
Λένε και διαολομαζώματα, διαολοσκορπίσματα...
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος κι αν ηφορεί και σέλα
(1952)
Ηφορεί = φορεί (ευφωνικό), ο πρόστυχος και σε αξιώματα ν' ανέβη, πρόστυχος μένει...
Αδερφός κι ας είν' και 'χτρος
(1952)
Ας έχη κανείς έναν αδερφό, κι ας είναι και μαλωμένος μαζί του. Η προστασία δε θα του λείψη...
Το λούσμα και το χτένισμα, αδράχτι δε γιομίζει
(1952)
Οι πολύ φιλάρεσκες γυναίνες είναι και τεμπέλες...
Άσπρη – κάτασπρη δε φελά, μπουχνάτη δεν αξίζει, μελαχρινή και νόστιμη τους νέους περιορίζει
(1952)
Φελώ = αξίζω, μπουχνάτη = παχουλή, ξανθότριχη, περιορίζω = παίρνω το μυαλό, ξελογιάζω
Ο καλός νοικοκύρης ξυπνάει πρώτος και κοιμάται τελευταίος
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Όποιος παινιέται μοναχός, και δεν τονε παινούνε, να κάτση να 'ρηνεύεται, γιατί τονε γελούνε
(1952)
Ρηνεύομαι = Ειρηνεύομαι, κάθομαι ήσυχος