Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-8 από 8
Άθθρωπον αποταής και κούλουκα της μάνdρας
(1892)
Αποταή = γενιά, οικογένεια
Ακαμάτης και φα(γ)άς άλλο δε του μερετάρη παρά να (γ)ινή παπάς
(1892)
Μερετάρω = λαμβη ή έχω μερίδα μετοχήν
Βργαίνει το μάλι βράσι και τ' άρι σχίσι
(1892)
Επι οχλαγωγίας, συμπλοκής, διαπληκτισμών
Άνθρωπος ανθρώπου μοιάζει και το πράμα παραφέρνει
(1892)
Παραφέρνει = παρομοιάζω
Καταμουρώνει το λα(γ)ό και (β)άλλει τον στο γλάκι
(1892)
Καταμουρώνω = εις τον κατήφορον ελαίνω
Καταμουρώνει το λα(γ)ό και (β)άλλει τον στ' αυλάκι
(1892)
Καταμουρώνω = εις τον κατήφορον ελαίνω