Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 952
Η νύχτα 'χει ένα μάτι και πάλι κι' εκείνο 'ναι στραβό, μα η μέρα 'χει εκατό και πάλι λαθάζεται κανείς
(1963)
Δηλαδή τη νύχτα δεν βλέπει κανένας και μπορεί να γελαστή...
Όποιος τα λόια σου γροικά και τσ' όρκοι σου πιστεύγει, πιάνει στη θάλασσα λαοί και στη στεργιά ψαρεύγει
(1963)
Γροικά = ακούει, αποδέχεται...
Λαοί = λαγούς...
Είναι ερωτικό δίστιχο που λέγεται και γενικώς για να χαρακτηρίση έλλειψη εμπιστοσύνης...
Λαοί = λαγούς...
Είναι ερωτικό δίστιχο που λέγεται και γενικώς για να χαρακτηρίση έλλειψη εμπιστοσύνης...
Που ζυμώση και πλυθή πέdε μέρες όμορφη, κι οπού πλύνη και πλυθή πέdε μέρες άσκημη
(1963)
Π. χ. Με τ' απόπλυμα όποια πλυθή θαν εδά πέdε μέρες όμορφη...
Στο ρυάκα πάλι, που θα πλύνης, να πλυθής, θάσαι πέdε μέρες άσκημη. Έχουν εδά να πούνε, να μη λούζεται και να μη bλύνεται καμμιά στο ρυάκα, 'ιατ' αφίνει την ομορφιά τζ' εκεί...
Στο ρυάκα πάλι, που θα πλύνης, να πλυθής, θάσαι πέdε μέρες άσκημη. Έχουν εδά να πούνε, να μη λούζεται και να μη bλύνεται καμμιά στο ρυάκα, 'ιατ' αφίνει την ομορφιά τζ' εκεί...
Θέλης θέριζε και δένε, θέλης δένε και κουβάλιε
(1963)
Λέγεται για άνιση, μεροληπτική κατανομή εργασίας. Οι εργασίες ήτανε τρεις : θέρισμα, δέσιμο, κουβάλημα. Εκείνος που προτείνει οπωσδήποτε φορτώνει τις δύο στον άλλο και έτσι μένει σ΄ αυτόν μόνο η μία. Λέγεται υπό του αδικημένου από την κατανομή της...
Όλη μέρα δος και πάρε, και το βράδυ “Άψε μου κερά, το λύχνο”
(1963)
Λέγεται σε περίπτωση που σπαταλά κανείς τον πολύν χρόνο εργασίας και προσπαθεί την τελευταία στιγμή να τον αναπληρώση...
Άψε = άναψε (άφθω = ανάβω)...
Άψε = άναψε (άφθω = ανάβω)...
Άμα θωρής του 'ειτόνου σου το καλύβι και καίεται, ανέμενε και το δικό σου
(1963)
Λέγεται όταν μια γειτονική ατυχία απειλή να επεκταθή και σε μας...
Ηθελές τα και ξεφλουδισμένα!
(1963)
Λέγεται, όταν δεν αρκείται κανείς σε κάτι, που του προσφέρουν, και διατυπώνει πρόσθετες απαιτήσεις: Ο 'έρο Κορές ετουκάτω στα Καλοεράτα μια bρωτοϋάλιστη σκαϊδονιά κι επάαινεν ο 'έρο Πολυχρόνης κάθα χρόνο κι ήτρωέ dου τα σύκα. Καμμιά χρονιά διάηκε...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ετουκάτω = αυτού κάτω, Καλοεράτα = τοποθεσία πολύ κοντά στο χωριό, bρωτοϋάλιστη = που ωριμάζει, πρώϊμα, σκαϊδονιά = είδος συκιάς που κάνει άσπρα γλυκά σύκα, gαλοϋαλισμένα = τελείως ώριμα, επά = ιδίως, περίσσα= χαράς το, τσεβδούτσικα = λίγο τραυλά, Λέει: “Ω χαδάς το! Εμίλιε τσεβδούτσικα, Ήθελες τα και ξεφλουδισμένα” = βλ. Ιστορ. Λεξ. Χειρ. 561, σελ. 205, Συλλ. Διαλεχτής Ζευγώλη...
Και τα κακά κειτάμενα και τα καλά κειτάμενα κι' οι χοίροι κι' οι σκύλοι τα τρώνε
(1963)
Δηλαδή τίποτα δεν μπορεί να σωθή
Όχι εδά ψόματα ΄ναι πως ήβαλεν η ΄υναίκα το διάολο μες στο bοκάλι
(1963)
Ήτονε, λε, ένας ψαράς κι εψάρευγεν ένα διάστεμα και δεν ήπιανε ψάρια καθόλου. Μιαν ημέρα, λε΄, ήσυρε dο δίχτυ κι΄ ήτονε μέσα ΄να bοκάλι. Λέει, χμ ! Ψάρια ΄φτα ! Τέλος πάdω πιάνει και ξεβουλώνει το bοκάλι και πεθιέτ΄ όξω ΄νας διάολος και καθίζει στσι...