Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1461-1470 από 1529
Ιάε 'δα 'κείνος, πούσφαζε dη νύχτα τσι εροdόβουδοι κι εδούλια dην ημέρα, τα δαμάλια
(1963)
Λέγεται, όταν κάποιος προσποιείται τον άπραγο, τον αγνό, το φοβιτσιάρη, ενώ είναι το αντίθετον...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
1)= γέρικα βόδια, μεγάλα επομένως, 2)=φοβότανε...
νύχτα ραίνεται και δουλιά μες στα σούρουπα να πα' από 'πα (4) ως εκεί!” 3)=την πολύ τίμια, 4)=επά=εδώ...
Οι παλαι' ελέασι bως, α δε βροχή ή 'ης να πανίση, κρύο δε gανει
(1963)
Δηλαδή εφ όσον δεν έχει βρέχει, δεν κάνει κρύο, και αν ακόμη έχει μπεί ο χειμώνας...
Παλαι' = Παλαιοί...
Παλαι' = Παλαιοί...
Το σουλάτσο σουλατσάρει, τ' ανεέλοι ανεελά
(1963)
Δηλαδή εκείνος, που είναι για κροϊδιά, κοροϊδεύει τους άλλους. Π.χ. “είdα 'χεις, κοκώνα μου, και 'ελάς; Σουλατσάρεις με; Το σουλάτσο, λέει, σουλατσάρει... Εσύ είσαι 'ιά σουλάτσο, μα 'ώ δεν έχω τίοτα...
Σουλάτσο=το κορόϊδο, σουλατσάρει=κοροϊδεύει, ανεελά=αναγέλοιο, το περίγελο, 'ελάς=αναγελά, περιγελά, σουλάτσο=κοροϊδία, τίοτα=τίποτα...
Σουλάτσο=το κορόϊδο, σουλατσάρει=κοροϊδεύει, ανεελά=αναγέλοιο, το περίγελο, 'ελάς=αναγελά, περιγελά, σουλάτσο=κοροϊδία, τίοτα=τίποτα...
Προφωνεύγω σε, φτωχέ, κι' α δεν έχης, αόρασε, κι' α δεν έχης ν' αοράσης, κλέψε, κι' α δεν είσ' άξος να κλέψης, ζήτηξε
(1963)
Δηλαδή την προ των Απόκρεω εβδομάδα, που λέγεται προφωνή εβδομάδα, πρέπει να φάη οπωσδήποτε κανείς κρέας...
”Σα dου Ευαgελισμού, πουναι ξεκομμένο να φάη κι' ο πιο φτωχός ψάρι 'ια την αγάπη dου Χριστου, ετσά πρέπει να φάη και τα Τετραδοπαράσκευγα τση προφωνής κρϊάς κι' όλες τσι μέρες τση προφωνής. Ιά 'φτό το λένε”...
”Σα dου Ευαgελισμού, πουναι ξεκομμένο να φάη κι' ο πιο φτωχός ψάρι 'ια την αγάπη dου Χριστου, ετσά πρέπει να φάη και τα Τετραδοπαράσκευγα τση προφωνής κρϊάς κι' όλες τσι μέρες τση προφωνής. Ιά 'φτό το λένε”...
Οι κάποιες κι οι καλλίτερες τη ρούα δεν επήρα gι εσύ με τη bαληόρασα τη ρούα θε να πάρης;
(1963)
Λέγεται όταν πρόσωπα κατωτέρας τάξεως προσπαθούν να επιδειχθούν και να υπερτερήσουν άλλων καλύτερών των...
Ρούα = ρούγα...
Βαλιορασά = φούστα από χοντρό μάλλινο ύφασμα, παλιά...
Ρούα = ρούγα...
Βαλιορασά = φούστα από χοντρό μάλλινο ύφασμα, παλιά...
Όποιος κοιμάται το πρωΐ στη gρεβατοπεζούλα, ετότες θένα τη σκεφτή την εδικιά dου 'ούλα
(1963)
Δηλαδή ο τεμπέλης στερείται πείνα...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Gρεβατοπεζούλα = πρόχειρο, πρωτόγονο κρεβάτι...
'Ούλα = γούλα...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Gρεβατοπεζούλα = πρόχειρο, πρωτόγονο κρεβάτι...
'Ούλα = γούλα...
Σα φανή κολοκυθάκι, αποσπέργιωνε λϊάκι, σα φανή η κολοκύθα, αποσπέργιων' όλη νύχτα
(1963)
Αποσπέργιωνε = δούλευε τη νύχτα...
Δηλαδή από τον Ιούλη πρέπει ναρχίση κανείς τα νυχτέρια, κι από το Σεπτέβρη να τα εντείνη ακόμη περισσότερο...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Δηλαδή από τον Ιούλη πρέπει ναρχίση κανείς τα νυχτέρια, κι από το Σεπτέβρη να τα εντείνη ακόμη περισσότερο...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Μητε το dρυ να κόψης μηδ' άκοπο να τον αφήσης
(1963)
Dρυ = το δρυν, την δρυν...
Δηλαδή να κάμης κάτι εν μέτρω, να ικανοποιήσης μια επιθυμία σου, αλλά να μην παραλείψης και το καθήκον σου, να μη φθάνης στην υπερβολή...
Δηλαδή να κάμης κάτι εν μέτρω, να ικανοποιήσης μια επιθυμία σου, αλλά να μην παραλείψης και το καθήκον σου, να μη φθάνης στην υπερβολή...
Όποιος τρώει το λινόκοκκο τρώει τα ρούχα dου
(1963)
Δηλαδή όταν καταναλίσκης κάτι, που προορίζεται για παραγωγή, μένεις τελικά χωρίς είσοδημα...
Ο λινόκοκκος προορίζεται για σπορά, όταν λοιπόν τον φάη κανένας, δεν θα έχη λινάρι να φτιάξη ρούχα...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Ο λινόκοκκος προορίζεται για σπορά, όταν λοιπόν τον φάη κανένας, δεν θα έχη λινάρι να φτιάξη ρούχα...
Εδόθη και ως δελτίον ποικίλης ύλης...
Μ' ένα κώλο γεράζει κανένας, μ' ένα βιός δέ γεράζει
(1963)
Παραδείγματος χάρη: “Εέρασα και δε bορώ να κάμω πια τίοτα, αλλά καλός-κακός απότραφος, λέει..Κάτι κάνω κι΄εώ αποστρέφω τα ζωdόβολα, θα τα ταίσω, θα βοτανίσω τα σπαρμένα”...