Αναζήτηση
Αποτελέσματα 111-120 από 121
Όσα δεν τρώει ο άρρωστος, τα τρώει η αρρώστια
(1952)
Δηλαδή, τα έξοδα που γλυτώνει από φαγητό κ.λ.π., τα δίνει στα φάρμακα και στους γιατρούς...
Ας έβγη τ' όνομα του θεριστή κι ας πέση να κοιμάται
(1952)
Τ' όνομα = η καλή φήμη...
Και τεμπέλης να 'ναι, περνάει για δουλευτής...
Και τεμπέλης να 'ναι, περνάει για δουλευτής...
Χαράς τον απονήρευτο γεωργό
(1952)
Όταν ο γεωργός δε φοβάται τους καιρούς, πιτυχαίνει καλύτερα...
Εκδόθη και ωε δελτίον ποικίλης ύλης...
Εκδόθη και ωε δελτίον ποικίλης ύλης...
Σίγουρα πεδίκλωνε, να μην καμπογυρίζης
(1952)
Περδικλώνω = δενω τα πόδια του ζώου...
Λένε στον Πύλαρο και: Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Λένε στον Πύλαρο και: Κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Κάθε μία πλάθει τήν κουλλούρα της, όπως τσ' αρέσει
(1952)
Έτσι πλάθει και τα όνειρά της...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Από τη συλλογή Λιβιεράτου...
Α σμίξουν τα Δεματορά με το καημένο Ρίφι τότενες θα συγκάμουνε η πεθερά κ' η νύφη
(1952)
Δεματορά και Ρίφι, δυο χωριά στην Παλική (Ανωγή), που χωρίζονται μεταξύ τους με μια ράχη. Συγκάνω = συμφωνώ, ταιριάζω...
Όποιος έχει κόψιμο, βάνει βήσσαλο
(1952)
Βήσσαλο (λατινική) = σπασμένο κεραμίδι, που το πυρώνουν και το βάνουν πάνω στο στομάχι...
Όθε σαρτάρ' η γίδα, θα σαρτάρη κ' η βετούλα
(1952)
Σαρταίνω και σαρτάρω (ιταλ.) = πηδώ, βετούλα (ιταλ.) = μικρή κατσίκα...
Πρώτα να ξετάζης, κ' ύστερα να δικάζης
(1952)
Τσιγκέλι (τουρκ.), πολυάγκιστρο, που βγάζουν από το πηγάδι τον πεσμένο σίσκλο (κουβά). Το λένε και ραμπαούνι. Η παροιμία λέγεται για την αστυνομία ή την ανάκριση, που ανακαλύπτει κάτι...
Των ακριβών τα στάματα, σε χαροκόπου χέρια
(1952)
Στάματα και στάμενα=τα υπάρχοντα, η περιουσία χαροκόπος=γλεντοκόπος...
Πα. Λι. Παλική (από τη συλλογή Λιβιεράτου)...
Πα. Λι. Παλική (από τη συλλογή Λιβιεράτου)...