Αναζήτηση
Αποτελέσματα 291-300 από 368
Ζήσε, μαύρε, να φας τριφύλλι
(1920)
Αυτό λέγεται όταν έχη κανείς σκοπό να κάνη κάτι τι έπειτα από 2 χρόνια ή 2 μήνες. Π. χ., Λέγω ενός: Άμα μεγαλώση ο γιός μου και μάθη γράμματα θα πάω εγώ στην Αθήνα να κάνω αυτό κι αυτό. Τότε του λέει ο άλλος αυτό το ρητόν. Δηλαδή έπειτα από 100...
Μαύρος = άλογον...
Μαύρος = άλογον...
Απ' όλα τα μυρωδικά το νιτερέσο τα νικά
(1920)
Δηλαδή ο καθένας εκείνο που ποθεί θέλει να απολαύση και δεν τον μέλλει τον κόσμο όλο να του δίνης...
(Αμ καημένε) δεκαννιάρια τα κόβεις, (δεν τα ξαστερώνεις ολότελα να σε καταλάβω)
(1920)
Ερμηνεία: Πάμπολλα...
Ούτω και: Τ' αβγάτησες τα πρόβατα; Ναι, τί λες; Τα 'κανα δεκαννιάρια (με ειρωνίαν)...
Ούτω και: Τ' αβγάτησες τα πρόβατα; Ναι, τί λες; Τα 'κανα δεκαννιάρια (με ειρωνίαν)...
Είσαι, είσαι, μα παίρνεις μιά τσαι πας πόδι
(1920)
Εκπίπτεις της κοινωνικής και εξεχούσης θέσεως, ην κατείχες...
Σαν πεθάνω εγώ, φούρνος να μην καπνίση
(1920)
Δηλαδή, μετά τον θάνατον μου δεν πάνε στο διάολο όλα και να μη μείνη ΄ρθούνι...
Καλημέρα, μπάρμπα, λέει. Κουκιά σπέρνω
(1920)
Άλλα λέω γω και άλλα λες εσύ...
Χοχλιούς μαζώνεις, Κωσταντή; Έτσι το φέρ' η κατάρα
(1920)
Παρεμφερής και παπάς...
Εν έμεινεν η ζεύλα μου χαμαί
(1920)
Λέγεται όταν τις δυσαρεστηθή με άλλον και σημαίνει, ότι, αν δυσαρεστηθή ο Α. μαζί μου, δεν εστερήθην κανενός βοός, ώστε να λυπηθώ ότι θα μείνει αργή ή γεύμα μου ήτοι η εργασία της σποράς μου, η οποία θεωρείται η σπουδαιοτέρα εργασία. Εκ της...
Ο κακός λιχνιστής συχνοτινάσσεται
(1920)
Λιχνιστής = Ο δια των χειρών εγείρων και εις τον αέρα τινάσσων τον αλωνισμένον σιτον ή κριθών, όπως χωρισθούν τα άχυρα από του σίτου...
Ωσπού να πή ο αλουπόν πάου, πάου την βούνναν της εσσίσαν την
(1920)
Σημειώση : αλούπος = αλώπηξ. Βούνναν = γούναν, Ερμηνεία :Επί των αμαχώ,ν, οι οποίοι καταβάλλονται υπό των ισχυρών και επικινδύνων αντιπάλων...