Αναζήτηση
Αποτελέσματα 61-70 από 106
Μπαρώνος (ο)
(1915)
Μπαρώνος (ο) = άσωτος, κατεργάρης, διεφθαρμένος
Καίεται σα λαμπάδα
(1915)
Λαμπάς, κηρός
Μιάς κορασίδας γρασκελησιά δώδεκα χρόνων κακομοιριά
(1915)
Ερμηνεία: Ο διασκελίζων ή διασκελιζόμενος υπό γεροντοκόρης κινδυνεύει ν' ασθενήση, κατά το λόγιον επί μίαν δωδεκαετίαν
Κουρευόσουνε και μαδευόσουνε
(1915)
Ή Κουρεύεται και μαδεύεται
Είναι δραγκαλωμένος σα Λάζαρος από τη ντιαίτα
(1915)
Σημείωση: Δραγκαλώνω = πάσχω συστολήν του στομάχου και της κοιλίας εξ αιτίας μακράς ασιτίας, γίνομαι ισχνός, μαραίνομαι επειδή δεν τρώγω
Λιβανίζω
(1915)
Προσφέρω ευωδίαι λιβανωτού, κολακεύω, ανυμνώ, εκθειάζω τινά