Αναζήτηση
Αποτελέσματα 251-260 από 341
Επέραν τα ρωθώνα 'τ' αέραν
(1929)
Πήραν αέρα τα ρουθούνια του...
Ερμηνεία: Επί του ερωτολήπτου...
Η μεταφορά εκ του ελεύθερου και καλπάζοντος ίππου...
Ερμηνεία: Επί του ερωτολήπτου...
Η μεταφορά εκ του ελεύθερου και καλπάζοντος ίππου...
Επέτεψαν τα καράβα 'τ'
(1929)
Βούλιαξαν τα καράβια του...
Λέγεται ειρωνικώς για μελαγχολικό και σκυθρωπό...
Λέγεται ειρωνικώς για μελαγχολικό και σκυθρωπό...
Κάθ' κα στραβά κι ορθά κρίσον
(1929)
Κάθησε στραβά και σωστά κρίνε...
Βάλε το καρυδόφυλλο, φάε την εβδομάδα
(1929)
Ερμηνεία: Επί της εβδομάδος την Πεντηκοστής, καθ'ην επιτρέπεται η κατάλυσις την Τετάρτην και Παρασκευήν...
Η παροιμία προήλθεν εκ του εθίμου να βάλουν την εορτήν της Πεντηκοστής καρυδόφυλλα εις τον κόρφον ως ιαματικά...
Η παροιμία προήλθεν εκ του εθίμου να βάλουν την εορτήν της Πεντηκοστής καρυδόφυλλα εις τον κόρφον ως ιαματικά...
Κρανίτσια κοκκινίσετε, κορίτσια νυχτερέψετε
(1929)
Ο καρπός της κρανιάς αρχίζει να ωριμάζη περί το τέλος Ιουλίου, ότε αρχίζουν και αι νύχτες να γίνονται μακρότεραι, καθ' ας ημπορεί να γίνη νυχτερινή εργασία. Έντευθεν το παροιμιώδες γνωμικό...
Η μαυροπούλα ΄ς σην Άσρπη Θάλασσαν πα αν πάη, μαύρα ωβά ωβάζ
(1929)
Ο κόρακας και 'ς την Άσπρη Θάλασσα να πάγη μαύρα αβγά γεννά...
Κάθα έναν πρόγατον ας σο πατζάκ' ν άθε κρεμάν' νατο
(1929)
Κάθε πρόβατο από το πόδι του το κρεμούν...
Έκαστος κρίνεται εκ των ιδίων έργων...
Και Τουρκική: Her coyoun gendi badjaghündan assilir...
Έκαστος κρίνεται εκ των ιδίων έργων...
Και Τουρκική: Her coyoun gendi badjaghündan assilir...
Η μύξα 'ς σο κλαδί κ' η πουρτσιλέα 'ς σο χάντι
(1929)
Κ' η κουτσουλιά 'ς τ' αγκάθι...
Επί του ατημελήτου και ρυπαρού...
Επί του ατημελήτου και ρυπαρού...
Ας μασιστώ κι ας έν' σφουγγάτος
(1929)
Ας μασήσω κι ας είναι και σφουγγάτος = φαγητόν από άλευρον αραβοσίτου μετά τεμαχίων κρέατος. Ινεπ. Επί ευτελούς πράγματος χρησίμου κατά τας περιστάσεις...
Έντονε κουσκουτούρα
(1929)
Έγινε κουσκουτούρα, ήτοι ανδρείκελον εκ ρακών περιφερόμενον εν καιρώ ανομβρίας εις τας οικίας και καταβρεχόμενον υπό των οικοκυρών. Κοτ. Έγινε διάβροχος...