Αναζήτηση
Αποτελέσματα 741-750 από 797
Πότες δε μαλώνουνε δυό αθρώποι; Όντες δε μανίζει ο ένας
(1920)
Μανίζει = θυμώνω, οργίζομαι
Απού κοπελλομάθει δε γεροντοξεχνά
(1920)
Κοπελλομάθει = όστις μάθει να κάμνη, ό,τι ως νεανίας έκαμνε
Να βγη του θεριστή το 'νάμι κι ας θέτη να κοιμάται
(1920)
Νάμι = δόξα, φήμη, τιμή (λέξις τουρκική)
Κατά μάννα κατά κύρη είν' και το παιδί που σπείρει
(1920)
Κύρης = πατήρ, κύριος