Αναζήτηση
Αποτελέσματα 271-280 από 282
Έγινε ήσκα
(1924)
Δια το ευερέθιστον του οινωθέντος
Ανύπαντρος προξενητής για δικό του παραμιλεί
(1926)
Όταν αμέσως ενδιαφέρεται τις δι' υπόθεσιν ενδιαφέρουσαν άλλον, την διεξαγωγήν της οποίας ανέθεσαν εις αυτον, φροντίζει δι' εαυτον
Λαγός κουδούνια 'φόρειε κι' αν τα 'φόρειε, ποιός τα θώρειε;
(1920)
Φόρειε = εφόρει, θώρειε = έβλεπε, παρετήρει
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω κι αν κακοβόσκω χουμά πίνω
(1920)
Χουμάς, άλλως όρρος = το απομενόν μετά την πήξιν του γάλακτος εις τυρόν και μυζίθραν υδαρές γάλα...
Δε πάω 'γω να σκάσω για του πίσση τα κόλλυβα
(1920)
Πίσση = Πίσσης και πισσάς = μαυρισμένος ως την πίσσαν, κακός, άδικος, εγκληματίας...
Μιά σκουληκιαρά αίγα χαλά ούλο τό κουράδι
(1920)
Σκουληκιαρά = η έχουσα υπό τό δέρμα της καί εις τινά μέρη τού σώματός της σκώληκας (ους γεννά τό σώμα), Κουράδι = ποίμνιον, κοπάδι...
Δε θωρεί η στραβή αγελάδα των αλετρέν τση, μόνον θωρεί τσ' αλληνής
(1920)
Αλετρέ και αλετριά = του αρότρου το σχίσιμον της γης ή ολκός...
Όσοι κρατούσι τ' άρματα θαρρούν παιγνιώταις είναι; κι όσαις βαστούν τα πέταλα κι ανυφαντούδαις είναι;
(1920)
Παιγνιώτης : σκοπευτής, πέταλα εύτασθα = τα επί του εργαλειού, ένθα υφαίνουν, εξέχοντα και συρόμενα σανίδια, φέροντα σχήμα πετάλων. Ανυφαντούδας = υφάντριαι, αίτινες υφαίνουν...