Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Κείμενο
Αποτελέσματα 64862-64881 από 142579
-
Κρέμο 'συ, λαρδί μο', 'του κι' η ψυχή μ' ας βγαίνη επά
(1963)Κρέμο = κρέμου, να κρέμεσαι, 'του = αυτού, επά = εδώ -
Κρέν΄ν κι οι πεθαμέν' μι τ'ς ζωντανούς
(1939)Οι πονηροί και ισχυροί στενοχωρούνται να βλέπουν ενίοτε τους τιποτένιους ν΄ αντιστέκωνται εις τα θελήσεις των -
Κρένουν κ' οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς
(1889)Ερμηνεία: Επί των δυσανασχετουντων, διότι και οι ελάχιστοι αντιτάσσονται -
Κρένω 'γω, τσαμπουνάει κι άντρας μου
(1915) -
Κρένω γώ τσαμουνίζ κι άντρας μου
(1889)Επί γυναικών ατιθάσσων και επι δοκησισόρων και περιφρονούντων τους ανωτέρας των -
Κρεμάει το ζουνάρι του για καυγά
(1910)Όταν τις είναι φίλερις, κρεμάει το ζουνάρι του για ναν το πατήση κανείς και να εύρη αφορμήν για καυγάν -
Κρεμάζ'ι του ζουνάριτ' για καυγά
(1956) -
Κρεμάκανε τ' αυτιά του
(1908)Περί του ηθικήν κατάπτωσιν υποστάντος, είτε δι' αχρηματίαν, είτε δια νόσον, είτε δι' άλλην αιτίαν.