• Ράμμα ήτο κ' εκόπη 

    Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος
    Λέγεται παρά των χωρικών περί αρρώστου ιαθέντος αυτοστιγμεί δια θαυματουργού τινος φαρμάκου ̇ ήτοι η ασθένεια εθεραπεύθη τόσον ταχέως όσον ταχέως κόπτεται η κλωστή (=ράμα)
  • Ράμμα ήτον κ' εκόπη 

    Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος
    Λέγεται επί ασθενείας αρρώστου ιαθέντος αυτοστιγμεί άμα τη λήψει φαρμάκου τινος, ήτοι το νόσημα ιάθη τόσον ταχέως όσος χρόνος απαιτείται δια να κοπή η κλωστή
  • Ράμμαν 'ς σο βολόν' εγέντον 

    Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1931)
    Έγινε κλωστή για βελόνα
  • Ράμμαν ήτο γ κ' εκόπη 

    Χαβιαράς, Δημοσθένης (1910)
    Ερμηνεία: Φράσις επί αποτόμου διακοπής σχέσσεων ή κακκού τινος
  • Σ σο ράμμαν, 'ς σο βελόν' μεχτάτσ' ς 

    Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1931)
    Κατήντησε να έχη αναγκη από μια οτρά, από μια βελόνα
  • Σου έχω ράμματα για τη γούνα 

    Παππάς, Δημήτριος (1965)
    Λέγεται όταν γνωρίζεις για κάποιον κάτι σοβαρό
  • Το ράμμα μ' εποΓιατσα 

    Μελανοφρύδης, Παντελεήμον Η. (1911)
  • Του έκοψε τα ράμματα! 

    Κορύλλος, Χρήστος Π. (1910)
    Του εματαίωσε τους σκοπους του