Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βράζω"
Αποτελέσματα 54-73 από 82
-
Μήδε βράζω, μήδ' εργώ
(1876) -
Να τα βρασς να πιεις το ζουμί dους
(1917) -
Οdε βράζη το καζάνι, 'ν' η φωθιά iαgίνι απού κάτω, υστερ' αποστήνεται
(1963)Λέγεται στη μεγάλην ένταση ενός καημού, Iαgίνι = δυνατή φωτιά, (τούρκικη λέξη), αποστήνεται = λιγοστεύει η θερμότητα, κρυώνει λίγο -
Όσο βράζ' η πήλινους η τζερές
(1941)Τζερές = χύτρα, τέντζερες. Περικοπή παραμυθιού. Μια γυναίκα επανδρώθηκε ένα χήρον που είχε ένα παιδί από την πρώτην του γυναίκα. Κάποτε δε την ερώτηε το άλλο παιδί της: - Πόσο μ' αγαπά; - Όσο βράζει ο πύλινος τζερεμές όταν ...