Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βουρώ"
Αποτελέσματα 4-10 από 10
-
Όπκοιος βουρά κουτσουφλά
(1940)Ερμηνεία: Ενδιαφερόμενος να φθάση το ταχύτερον δεν προσέχει και αργοπορεί. Βουρώ = σπέυδω -
Όπκοιος βουρά μεινίσκει πίσω τζ΄ όποιος πάει γιάλι – άλι κόβκει δρόμον
(1940)Βουρώ = βιάζομαι, σπεύδω -
Όπκοιος βουρά πολλά ποστέκεται τζαί κόβκει
(1940)Ερμηνεία: Η βία επισκοτίζει την διάνοιαν και συντελεί εις βραδύτητας και ατελείας. Βουρώ = βιάζομαι -
Όποιος βουρά, ποστέκεται, όποιος πάει γιάλι – άλι κόβκει στράταν
(1940)Ερμηνεία: Με την βίαν όχι μόνον αργεί, αλλά και ελλείψεις έχει και λάθη η δουλειά μας. Βουρώ = βιάζομαι, σπεύδω