Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρακί"
Αποτελέσματα 91-110 από 166
-
Θε να σε κάμω 'να βρακί κόκκινο και σαλένιο όποτε θέλω να το 'χω κι όποτε να το δένω
(1937)Το έλεγαν για λογαριασμό του τρίτου, ο οποίος ήθελε να έχει υποχείριον κάποιον άλλον. Κ λέξη σαλένιο σημαίνει μάλλινο -
Κάποιος ήρθ' απ' τα ξένα, η γυναίκα του τού είπε: “Να ξηκίσω το βαμπάκι, να φκιάσω βρακί να βάλης”
(1938)Ξηκίσω = ξεκουκίσω