Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βουρώ"
Αποτελέσματα 1-10 από 10
-
Βούρα θκειέ Κκαντη τζ΄ έμπέηκεν τζ' εν ι – βκαίνει
(1940)Ερμηνεία: Όταν συναντώμεν δυσκολίας και η βοήθεια άλλων είναι απαραίτητος. Προήλθεν εκ του ό,τι μιάς παλαβής το χοιρούδιν εδοκίμασεν να εξέλθη από το δωμάτιον, και έβαλε το κεφάλι του εις το άνοιγμα της πόρτας, χωρίς να ... -
Βουρά παπά τζαί φτάνω σε, παρπάτα τζαί θωρώ σε
(1940)Ερμηνεία: Καθ΄ας περιπτώσεις επειγόμενοι να περατόσουμεν υποθέσεις μας επιφορτιζόμεθα και άλλας επειγούσας. Βουρώ = σπεύδω -
Όπκοιος βουρά κουτσουφλά
(1940)Ερμηνεία: Ενδιαφερόμενος να φθάση το ταχύτερον δεν προσέχει και αργοπορεί. Βουρώ = σπέυδω -
Όπκοιος βουρά μεινίσκει πίσω τζ΄ όποιος πάει γιάλι – άλι κόβκει δρόμον
(1940)Βουρώ = βιάζομαι, σπεύδω -
Όπκοιος βουρά πολλά ποστέκεται τζαί κόβκει
(1940)Ερμηνεία: Η βία επισκοτίζει την διάνοιαν και συντελεί εις βραδύτητας και ατελείας. Βουρώ = βιάζομαι -
Όποιος βουρά, ποστέκεται, όποιος πάει γιάλι – άλι κόβκει στράταν
(1940)Ερμηνεία: Με την βίαν όχι μόνον αργεί, αλλά και ελλείψεις έχει και λάθη η δουλειά μας. Βουρώ = βιάζομαι, σπεύδω