Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δαγκάνω"
Αποτελέσματα 10-29 από 31
-
Γαυγίζει μα δεν δακκά
(1876) -
Δάγκουση τν' αχλάδα
Έχει την σημασίαν του αρχαίου “βους επί γλώττη βέβηκε” και λέγεται περί των εκ συμφέροντος εθελόντων σιωπάν -
Κάτι τον εδάγκασεν
(1880)Ερμηνεία: Επί εκείνων, οίτινες αφαιρούσι παρά των άλλων χρήματα και πράγματα άνευ της συναινέσεως των -
Μαύρου σκ'λί σι δάγκασι, άσπρου στου κιφάλι
(1918)Περί των εκδικουμένων ουχί τον βλάψαντα αλλά τινά των συγγενών του ή ομοφύλων του -
Να σε δακκάσ' [τσιμπήση] ο Γιάννης, βάλ' άτσοχα να γιάνης. Σαν σε δακάση η Μαριά, σκάβγε το λάκκο σου βαθειά
(1876)Γιάννης = όφις, αρσενικό φίδι