Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Ξενίτας, Ξένου"
-
Εσέν κορτσόπον λέγα-το και συ νυφόπον άξον
Ξενίτας, ΞένουΣ' εσένα , κοριτσάκι, το λέγω και συ νυφούλα άκουσε -
Η κόρ' εγάπανεν τον χορόν και ηύρεν λυριτζήν άντραν
Ξενίτας, ΞένουΗ κοπέλα αγαπούσε τον χορό και βρήκε άντρα λυριτζή. Αντίστοιχο με την παροιμία: Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι -
Κι θέλι άτον, κι παίρι ατόν κυλίξτε άτον ας έρται
Ξενίτας, ΞένουΔεν τον θέλω, δεν τον παίρνω, κυλάτε τον κι ας έρθει -
Κρίμαν σο βούδιν ντ' έσπαξα και την χαράν ντ' εποίκα
Ξενίτας, ΞένουΚρίμα στο βόδι που έσφαξα και τη χαρά που έκανα -
Κωφόν, καμπάναν κι' αν λαλείς, ζαντόν κι' αν δερμενεύεις
Ξενίτας, ΞένουΑντίστοιχο με το: Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα -
Ξεράθηκε στα γέλια
Ξενίτας, Ξένου -
Ποι 'κ' εντρέπεται, τ' άσκεμον τηδέν 'κ' έρτι – άτον
Ξενίτας, ΞένουΌποιος δεν ντρέπεται, το κακό και τάσκημο καθόλου δεν του νοιάζει -
Ράσιν πά αν γίνεαι εγω απιδιαβαίνω σε
Ξενίτας, ΞένουΚαι βουνό να γίνεις πάλι εγώ σε περνάω. Λέγεται σε κείνους που παινεύονται επιδεικτικά, διότι είναι πολύ πλούσιοι ή διωρίστηκαν σε μεγάλα αξιώματα, αλλά παρά την πραγματική αξία τους, από εύνοια της τύχης ή κια με όχι θεμιτά μέσα -
Σερ ποι κι κόφκεται, προσκυνώ άτο
Ξενίτας, ΞένουΧέρι που δεν είναι δυνατον να το κόψω το προσκυνώ