Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δαγκάνω"
Αποτελέσματα 4-23 από 31
-
Ά σε δακάσει απ΄τη ορά καδελέτο και παπά, ά σε δακάσει απού το στόμα γύρευγε γιατρό και στρώμα
(1937)Λέγεται για το λιακόνι = μικρό ζώο όμοιο με τη σαύρα, μα χωρίς πόδια και χωρίς μακρά, πολύ δηλητηριώδες -
Ασ σε 'ακκάση 'που το στόμα, διατρό τσαι στρώμα, ασ σε 'ακκάση 'που τη νορά, καβαλλέττο τσαι παπά
(1934)Πρόκειται περί τίνος θεωρουμένης ως σηλητηριώδους σαύρας (λακονιού), του οποίου το δάγκωμα εκ του στόματος είναι θεραπεύσιμον, ενλω το εκ της ουράς φέρει άμεσον τον θάνατον -
Ασε ακάση που το στόμα γιατρό κ' στρώμα, ασε ακάση πα την οράν γιατρό και παπά
(1894)Ερπετόν οφιοειδές ιοβόλον κ' ήλιος παρά τιπι λέγεται -
Γαυγίζει μα δεν δακκά
(1876) -
Δάγκουση τν' αχλάδα
Έχει την σημασίαν του αρχαίου “βους επί γλώττη βέβηκε” και λέγεται περί των εκ συμφέροντος εθελόντων σιωπάν -
Κάτι τον εδάγκασεν
(1880)Ερμηνεία: Επί εκείνων, οίτινες αφαιρούσι παρά των άλλων χρήματα και πράγματα άνευ της συναινέσεως των -
Μαύρου σκ'λί σι δάγκασι, άσπρου στου κιφάλι
(1918)Περί των εκδικουμένων ουχί τον βλάψαντα αλλά τινά των συγγενών του ή ομοφύλων του -
Να σε δακκάσ' [τσιμπήση] ο Γιάννης, βάλ' άτσοχα να γιάνης. Σαν σε δακάση η Μαριά, σκάβγε το λάκκο σου βαθειά
(1876)Γιάννης = όφις, αρσενικό φίδι