Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "κάθομαι"
Αποτελέσματα 281-300 από 324
-
Σία τσ' εκάτσαμεν (ή ερράξαμεν)
(1915)Ερμηνεία: Επί των αποτόμας την εργασίαν ή του λόγου διακοπτόντων εξ'αγνοίας ή αμαθείας -
Σικώθηκε ο καλόκωλος κι έκατσ' ο στραβόκωλος
(1939)Ερμηνεία: Το λένε όταν γελάνε κάποιο ως του παίρνουν τη θέση του -
Στα καλά καθούμενα
(1894) -
Στα καλά καθούμενα
(1903) -
Στα καλά καθούμενα
(1918) -
Στα καλά καθούμενα!
(1949) -
Στα καρφιά κάθεται
(1876)