Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "όρεξη"
Αποτελέσματα 25-44 από 61
-
Μόλις αποφάω, μου κόβετ' η όρεξη
(1958) -
Όποιος έχει όρεξη να σκοτώση το σκύλο του, τον λέγει λυσσασμένον
Βλ. αυτ. ομοίας: Σερβικήν, Βουλγαρικήν, Γερμανικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν, Ισπανικήν -
Όποιους δεν έχ' όριξ' να πάη στου μύλου πέντι μέρις κουσκ'νάει
(1932)Για κείνον που αποφεύγει να κάμη κάτι και το αναβάλλει με τη μια ή την άλλη πρόφαση -
Όποιους δεν έχει όριξη να πάη στου μύλου πέντι μέρις κουσκινάει
(1931)Αυτό το λένε για κάποιον που μη προφάσεις αποφεύγει την εκτέλεση ενός αιτήματος -
Περί ορέξεως κολοκυθόπιττα
(1917) -
Περί ορέξεως κολοκυθόπιττα
Η φράσις λέγεται για ιδιότροπο προτίμηση τιποτένιων πραγμάτων, αντί καλών και αξιολόγων -
Περί ορέξεως ουδείς λόγος
(1962) -
Περί ορέξεως ουδείς λόγος
(1876)