Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βάλλω"
Αποτελέσματα 25-44 από 110
-
Βάλε μια κι ας είναι ξίδι
(1929) -
Βάλετε κ' εμέ καρφάκι
(1880) -
Βάλλεις τογ Γιώρκην με τον Άϊγ – Γιώρκην;
(1948)Ερμηνεία : Άμα πρόκειται για σύγκριση δύο ανθρώπων, που ο ένας είναι κατά πολύ καλύτερος του άλλου -
Βάλτε μου κι εμέν' καρφάκι
Βλ. αυτ. ομοίας: Πολωνικήν, Βοημικήν, Μικρο – ρωσσικήν, Κροατικήν, Σλοβενικήν, Σερβικήν, Βουλγαρικήν, Γερμανικήν -
Βγάλ' από 'κει που κρέμμεται και βάλε εκεί που χάσκει
(1893)Ελλείπει, είναι κενόν, επί των οικονόμων