Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βράζω"
Αποτελέσματα 21-40 από 82
-
Βράζει με το ζουμί του
(1925)Στενοχωρείται, χωρίς να αποφαίνετια έξωθεν, πνέει μένεα, πνέει επιδίκησιν -
Βράζει με το ζουμίν του
(1949) -
Βράζουν βράζουν τα κακάβια κι ακονίζουν τα μαχαίρια για του Γιάννη το κεφάλι
Ερμηνεία: Επί των κακόν τι άλλοις παρασκευαζόντων -
Βράσ' τα και πιέ το ζ'μί τς
(1941)Επί των αρνουμένων να δανείσουν σκεύος τι ή υπόδειγμα εργόχειρου -
Βράσ' τα μή βρωμέζουνε
(1876) -
Βρέχει χιονίζει η τσουκάλα βράζει
(1926)Επί των μισθωτών, οίτινες αμοίβονται η κατά τα μη εργασίμους ημέρας