Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βροντώ"
Αποτελέσματα 3-22 από 31
-
Αν βροντούν και δεν βροντούν κουδούνια τα χει η αρχοδού
(1890)Ερμηνεία: Επί των μη διορθουμένων με επί επιπλήξεις, ουδέ καν αισχυμένων -
Αυτή δα 'τον εδά που βρόντηξε
(1876)Επί μικράς αχρείας αιτίας τω 1879, ως εν Αθήναις τω 1880 το (κοφ' το) -
Βροντούν όλα τα σίδερα, βροντούν κι σακαράκες
(1965)Για όσους κάνουν θόρυβο για τον εαυτό τους, επιδή δεν αξίζουν -
Βρουντάν όλα τα σίδερα, βρουντάν κι' οι σακκοράφες
(1926)Επί έχοντα μεγάλην ιδέα περί του εαυτού του -
Βρουντάν τα σίδιρα, βρουντάν κ' οι σακκουράφις
(1955)Λέγεται για τους α΄σημαντους ανθρώπους, που κοκορεύονται για ανύπαρκτες ικανότητες. Σακκουράφα= η χοντρή βελόνα, που ράβουν τα τσουβάλια(σακκί- πάπτω), όπως επίσης και η βελόνα με την οποία γίνονται οι αρμάδες του φρεσκοκομένου ... -
Ένοια πόχει η Αρχοντού αν βροντούν ή δε βροντούν
(1912)Ερμηνεία: Διά τον αφυλότιμον μη λαμβάνοντα υπ΄όψιν τας διά των κακών διαγωγών αυτού κατακρίσεις των ανθρώπων -
Ένοια πόχει η Αρχοντού αν βροντούν ή δε βροντούν τα κουδούνια
(1912)Ερμηνεία: Διά τον αφυλότιμον μη λαμβάνοντα υπ΄όψιν τας διά των κακών διαγωγών αυτού κατακρίσεις των ανθρώπων -
Να βροντήσης, να σ' αντίξουνι!
(1876) -
Να μη βρονdήσει, Κυριελέησον τζο λένε
(1951)ΟΙ χωρικοί, κάθε που βρόνταε, κάνανε το σταυρό τους, γιατί φοβόντανε τον κρότο και τ' αστροπελέκια. Η παροιμία λοιπόν σημαίνει πως χωρίς φοβέρα ο άλλος δε σε λογαριάζει