Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 146-165 από 367
-
Εγώ του μιλώ, και κείνος πέρα βρέχει
(1949) -
Είναιν σαν την βρεμένην όρνιθα
(1917) -
Είνε σαν τη βρεμένη όρνιθα
(1937) -
Είνεν σαν τη βρεμμένην όρνιθα
(1917) -
Είπαμι 'α μη βρέξουμε όχ' TCH' ά μη θρέψουμι
(1959)Μια φορά ένας ζηυγάς έκανι ου θγιό gbάρου για να τ' λέγ' πότθ θα βρέκch' για να σπέρν' TCHί, πότε 'ε θα βρέκCH να μη σπέρν' . Μια χρουνιά τ' είπι η θγιός πους ' έ θα βρέκCH' TCH' η g'bαπουςιd' εν έσπειρι. Αλλά οι TCHιροί ... -
Επεψέν τον να δη πο βρέσει
(1940)Εκεί που βρέχει φαίνεται. Λέγεται δι' άτομα ενοχλητικά, που κατορθούμεν να απαλλαγώμεν -
Επήρε τα βρεμένα του κι' έφυγε
(1909) -
Επήρεν τα βρεμμένα της τζ' έφυεν
(1940)Εκείνος που εσφάλε και επεκαλύφθη κρύβεται από την εντροπήν του -
Ετόν και παντέμορφος, έρθεν κι όνταν έβρεχεν
(1929)Ήτο και πανώρια, ήρθε κι όταν έβρεχε. Επί συμβάντος δυσαρέστου γενομένου εν ακαταλλήλω ώρα -
Η θα βρέξ' ή θα χιονίσ' ή καλός κιρός θα κάν'
(1915)Επί ανθρώπων απαντώντων δι' απεκφυγών, ιδία δε προβαινόντων εις μαντείας ασφαλείς περιλανβανούσας πάντα τα πιθανά -
Ήλθε 'σαν τη βρεμμένη γάτα
(1892) -
Ήταν και πεντάμορφη ήρθε κι όταν έβρεξε
(1907)Ειρωνικώς, διότι όταν βρέχη την Κυριακήν, θεωρείται κλαψιάρα η νύμφη