Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 141-160 από 367
-
Εβράχτικ' ως το κόκαλο!
(1910) -
Εγώ του μιλώ, και κείνος πέρα βρέχει
(1949) -
Είναιν σαν την βρεμένην όρνιθα
(1917) -
Είνε σαν τη βρεμένη όρνιθα
(1937) -
Είνεν σαν τη βρεμμένην όρνιθα
(1917) -
Είπαμι 'α μη βρέξουμε όχ' TCH' ά μη θρέψουμι
(1959)Μια φορά ένας ζηυγάς έκανι ου θγιό gbάρου για να τ' λέγ' πότθ θα βρέκch' για να σπέρν' TCHί, πότε 'ε θα βρέκCH να μη σπέρν' . Μια χρουνιά τ' είπι η θγιός πους ' έ θα βρέκCH' TCH' η g'bαπουςιd' εν έσπειρι. Αλλά οι TCHιροί ... -
Επεψέν τον να δη πο βρέσει
(1940)Εκεί που βρέχει φαίνεται. Λέγεται δι' άτομα ενοχλητικά, που κατορθούμεν να απαλλαγώμεν -
Επήρε τα βρεμένα του κι' έφυγε
(1909) -
Επήρεν τα βρεμμένα της τζ' έφυεν
(1940)Εκείνος που εσφάλε και επεκαλύφθη κρύβεται από την εντροπήν του